ἀποικίς: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποικίς''': -ίδος, ἡ, ἰδιόρρυθμον θηλ. τοῦ [[ἄποικος]]: ― ἀπ. [[πόλις]], [[ἀποικία]], Ἡρόδ. 7. 167· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ [[πόλις]], Στράβ. 481, Πλουτ. Κορ. 28, κτλ.
|lstext='''ἀποικίς''': -ίδος, ἡ, ἰδιόρρυθμον θηλ. τοῦ [[ἄποικος]]: ― ἀπ. [[πόλις]], [[ἀποικία]], Ἡρόδ. 7. 167· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ [[πόλις]], Στράβ. 481, Πλουτ. Κορ. 28, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ίδος<br /><i>adj. f.</i><br />ἡ [[ἀποικίς]] [[πόλις]], <i>ou subst.</i> (ἡ) colonie.<br />'''Étymologie:''' [[ἄποικος]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 304] ίδος, ἡ, fem. zu ἄποικος, sc. πόλις, Pflanzstadt, Her. 7, 167; u. folgende Historiker, Plut. Timol. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποικίς: -ίδος, ἡ, ἰδιόρρυθμον θηλ. τοῦ ἄποικος: ― ἀπ. πόλις, ἀποικία, Ἡρόδ. 7. 167· καὶ ἄνευ τοῦ πόλις, Στράβ. 481, Πλουτ. Κορ. 28, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
ἀποικίς πόλις, ou subst. (ἡ) colonie.
Étymologie: ἄποικος.