κελευτιάω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κελευτιάω''': θαμιστικὸν τοῦ [[κελεύω]], ὡς τὸ [[πνευστιάω]], ἐκ τοῦ [[πνέω]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ Ἐπ. μετοχ. κελευτιόων, «ἐπὶ δημηγορίας ὀτρυντικῆς» (Εὐστ.), Αἴαντε κελευτιόωντ’ ἐπὶ πύργων [[πάντοσε]] φοιτήτην, συνεχῶς παροτρύνοντες τοὺς ἄνδρας, Ἰλ. Μ. 265, πρβλ. Ν. 125. Ὑπάρχει διάφ. γραφ. κελευθιόων, πορευόμενος,- [[τύπος]], ὃν ἀναφέρει ὁ Ἡσύχ., παρέχων [[ὡσαύτως]] καὶ κελευθείοντες· ἀλλ’ εὕρηται παρ’ Ἡσυχ. καὶ κελευστιόων = κελευστικῶς ἔχων.
|lstext='''κελευτιάω''': θαμιστικὸν τοῦ [[κελεύω]], ὡς τὸ [[πνευστιάω]], ἐκ τοῦ [[πνέω]], ἐν χρήσει μόνον κατ’ Ἐπ. μετοχ. κελευτιόων, «ἐπὶ δημηγορίας ὀτρυντικῆς» (Εὐστ.), Αἴαντε κελευτιόωντ’ ἐπὶ πύργων [[πάντοσε]] φοιτήτην, συνεχῶς παροτρύνοντες τοὺς ἄνδρας, Ἰλ. Μ. 265, πρβλ. Ν. 125. Ὑπάρχει διάφ. γραφ. κελευθιόων, πορευόμενος,- [[τύπος]], ὃν ἀναφέρει ὁ Ἡσύχ., παρέχων [[ὡσαύτως]] καὶ κελευθείοντες· ἀλλ’ εὕρηται παρ’ Ἡσυχ. καὶ κελευστιόων = κελευστικῶς ἔχων.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. part. prés. épq.</i> κελευτιόων;<br />presser vivement, ordonner, exciter.<br />'''Étymologie:''' [[κελεύω]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελευτιάω Medium diacritics: κελευτιάω Low diacritics: κελευτιάω Capitals: ΚΕΛΕΥΤΙΑΩ
Transliteration A: keleutiáō Transliteration B: keleutiaō Transliteration C: keleftiao Beta Code: keleutia/w

English (LSJ)

Frequentat. of κελεύω, only in Ep. part., Αἴαντε κελευτιόωντ' ἐπὶ πύργων πάντοσε φοιτήτην

   A continually urging on [the men], Il.12.265; -όων γαιήοχος ὦρσεν Ἀχαιούς 13.125 (v.l. κελευθιόων, = ὁδηγῶν, Sch. ad loc.; κελευστιόων Hsch.).

German (Pape)

[Seite 1415] frequentativum von κελεύω, beständig, wiederholt befehlen, antreiben; nur im part. praes., ὥς ῥα κελευτιόων Γαιήοχος ὦρσεν Ἆχαιούς Il. 13, 125, Αἴαντε κελευτιόωντε 12, 265; nach Hesych. κελευστιόων, Andere schrieben κελευθιόων.

Greek (Liddell-Scott)

κελευτιάω: θαμιστικὸν τοῦ κελεύω, ὡς τὸ πνευστιάω, ἐκ τοῦ πνέω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ Ἐπ. μετοχ. κελευτιόων, «ἐπὶ δημηγορίας ὀτρυντικῆς» (Εὐστ.), Αἴαντε κελευτιόωντ’ ἐπὶ πύργων πάντοσε φοιτήτην, συνεχῶς παροτρύνοντες τοὺς ἄνδρας, Ἰλ. Μ. 265, πρβλ. Ν. 125. Ὑπάρχει διάφ. γραφ. κελευθιόων, πορευόμενος,- τύπος, ὃν ἀναφέρει ὁ Ἡσύχ., παρέχων ὡσαύτως καὶ κελευθείοντες· ἀλλ’ εὕρηται παρ’ Ἡσυχ. καὶ κελευστιόων = κελευστικῶς ἔχων.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. part. prés. épq. κελευτιόων;
presser vivement, ordonner, exciter.
Étymologie: κελεύω.