σκῦλον: Difference between revisions
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
(6_22) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκῦλον''': τό, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυντ. σκῦλα, ὡς τὸ [[ἔναρα]], τὰ ὅπλα ἃ ὁ νικήσας λαμβάνει ἀπὸ τοῦ νεκροῦ τοῦ ἡττηθέντος ἐχθροῦ, [[λάφυρα]], Λατ. spolia, Σοφ. Φιλ. 1428, 141, Ι. Τ. 74, Ἠλ. 7, 1000, Θουκ. 4, 134· σκῦλα γράφειν, ἐπιγράφειν τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[ὄνομα]] ἐπὶ ὅπλων ληφθέντων ὡς λαφύρων, τὰ ὁποῖα [[τότε]] ἀφιεροῦντο εἰς θεόν τινα, Εὐρ. Φοίν. 574, πρβλ. Κύκλ. 9, Θουκ. 2. 13., 3. 57· - σπανίως ἐν τῷ ἑνικῷ, ὡς τὸ [[ἕλωρ]], λάφυρον, [[λεία]], [[σκῦλον]] οἰωνοῖς Εὐρ. Ἠλ. 897, πρβλ. Ρῆσ. 620· τὰς πτέρυγας ... τῇ Νίκῃ φορεῖν ἔδοσαν, ... [[σκῦλον]] ἀπὸ τῶν πολεμίων Ἀντιφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 2. 9· [[σκῦλον]] τὴν ὑπατείαν φέρεσθαι Πλουτ. Μάρ. 9. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε [[σκεῦος]]· συγγενὲς τῷ σῦλον, σύλη, συλάω, καὶ τῷ Λατιν. spol-ia· - [[ἴσως]] δὲ καὶ τῷ [[σκύλος]] [ῠ], πρβλ. [[σκῦτος]], [[κύτος]]). | |lstext='''σκῦλον''': τό, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυντ. σκῦλα, ὡς τὸ [[ἔναρα]], τὰ ὅπλα ἃ ὁ νικήσας λαμβάνει ἀπὸ τοῦ νεκροῦ τοῦ ἡττηθέντος ἐχθροῦ, [[λάφυρα]], Λατ. spolia, Σοφ. Φιλ. 1428, 141, Ι. Τ. 74, Ἠλ. 7, 1000, Θουκ. 4, 134· σκῦλα γράφειν, ἐπιγράφειν τὸ [[ἑαυτοῦ]] [[ὄνομα]] ἐπὶ ὅπλων ληφθέντων ὡς λαφύρων, τὰ ὁποῖα [[τότε]] ἀφιεροῦντο εἰς θεόν τινα, Εὐρ. Φοίν. 574, πρβλ. Κύκλ. 9, Θουκ. 2. 13., 3. 57· - σπανίως ἐν τῷ ἑνικῷ, ὡς τὸ [[ἕλωρ]], λάφυρον, [[λεία]], [[σκῦλον]] οἰωνοῖς Εὐρ. Ἠλ. 897, πρβλ. Ρῆσ. 620· τὰς πτέρυγας ... τῇ Νίκῃ φορεῖν ἔδοσαν, ... [[σκῦλον]] ἀπὸ τῶν πολεμίων Ἀντιφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 2. 9· [[σκῦλον]] τὴν ὑπατείαν φέρεσθαι Πλουτ. Μάρ. 9. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε [[σκεῦος]]· συγγενὲς τῷ σῦλον, σύλη, συλάω, καὶ τῷ Λατιν. spol-ia· - [[ἴσως]] δὲ καὶ τῷ [[σκύλος]] [ῠ], πρβλ. [[σκῦτος]], [[κύτος]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />dépouille d’un ennemi tué.<br />'''Étymologie:''' R. Σκυλ, couvrir ; cf. <i>lat.</i> spoliae. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
τό, mostly in pl. σκῦλα,
A arms stripped off a slain enemy, spoils, S.Ph.1428, 1431, E.IT74, El.7, 1000, Th.4.134, SIG61 (Olympia, v B.C.); σκῦλα γράφειν to write one's name on arms gained as spoils, which were then dedicated to a deity, E.Ph.574; σκῦλ' ἔδειξα Βακχίῳ Id.Cyc.9, cf. Th.2.13, 3.57: less freq. in sg., booty, spoil, prey, σκῦλον οἰωνοῖσιν E.El.897, cf.Rh.620, D.Chr.64.24; τὰς πτέρυγας . . τῇ Νίκῃ φορεῖν ἔδοσαν, . . σκῦλον ἀπὸ τῶν πολεμίων Aristopho 11.9; σκῦλον τὴν ὑπατείαν φέρεσθαι Plu.Mar.9.
German (Pape)
[Seite 907] τό, auch σκύλον u. σκυλόν betont, 1) die dem getödteten Feinde abgezogene, abgenommene Rüstung, spolium; überh. Kriegsbeute, bes. erbeutete Waffen; gew. plur., wie Soph. Phil. 1414; Eur., der auch den sing. braucht, Rhes. 620, σκῦλον οἰωνοῖσιν El. 897; Thuc. 2, 13. 4, 134 u. Folgende; σκῦλα γράφειν, wie εἰς σκῦλα γράφειν u. σκύλοις ἐγγράφειν, auf erbeutete Waffen seinen Namen schreiben, s. Valck. Eur. Phoen. 577. – 2) das einem getödteten Thiere abgezogene Fell, u. übh. die Haut eines Thieres, Callim. u. a. Sp., in welcher Bdtg σκύλον mit kurzem υ vorherrschend gewesen zu sein scheint. Vgl. über die Verwandtschaft mit σκῦτος u. συλάω Buttm. Lexil. II p. 264.
Greek (Liddell-Scott)
σκῦλον: τό, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυντ. σκῦλα, ὡς τὸ ἔναρα, τὰ ὅπλα ἃ ὁ νικήσας λαμβάνει ἀπὸ τοῦ νεκροῦ τοῦ ἡττηθέντος ἐχθροῦ, λάφυρα, Λατ. spolia, Σοφ. Φιλ. 1428, 141, Ι. Τ. 74, Ἠλ. 7, 1000, Θουκ. 4, 134· σκῦλα γράφειν, ἐπιγράφειν τὸ ἑαυτοῦ ὄνομα ἐπὶ ὅπλων ληφθέντων ὡς λαφύρων, τὰ ὁποῖα τότε ἀφιεροῦντο εἰς θεόν τινα, Εὐρ. Φοίν. 574, πρβλ. Κύκλ. 9, Θουκ. 2. 13., 3. 57· - σπανίως ἐν τῷ ἑνικῷ, ὡς τὸ ἕλωρ, λάφυρον, λεία, σκῦλον οἰωνοῖς Εὐρ. Ἠλ. 897, πρβλ. Ρῆσ. 620· τὰς πτέρυγας ... τῇ Νίκῃ φορεῖν ἔδοσαν, ... σκῦλον ἀπὸ τῶν πολεμίων Ἀντιφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 2. 9· σκῦλον τὴν ὑπατείαν φέρεσθαι Πλουτ. Μάρ. 9. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε σκεῦος· συγγενὲς τῷ σῦλον, σύλη, συλάω, καὶ τῷ Λατιν. spol-ia· - ἴσως δὲ καὶ τῷ σκύλος [ῠ], πρβλ. σκῦτος, κύτος).
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dépouille d’un ennemi tué.
Étymologie: R. Σκυλ, couvrir ; cf. lat. spoliae.