συμπρεσβεύω: Difference between revisions

From LSJ

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπρεσβεύω''': ἀποστέλλομαι μετ’ ἄλλων πρεσβευτῶν ὡς [[συμπρεσβευτής]], εἶμαι [[συμπρεσβευτής]], Δημ. 400. 11, Αἰσχίν. 50 ἐν τέλ. ― Μέσ., [[συναποστέλλω]] πρεσβείαν, Θουκ. 3. 92., 5. 44.
|lstext='''συμπρεσβεύω''': ἀποστέλλομαι μετ’ ἄλλων πρεσβευτῶν ὡς [[συμπρεσβευτής]], εἶμαι [[συμπρεσβευτής]], Δημ. 400. 11, Αἰσχίν. 50 ἐν τέλ. ― Μέσ., [[συναποστέλλω]] πρεσβείαν, Θουκ. 3. 92., 5. 44.
}}
{{bailly
|btext=être ambassadeur ensemble <i>ou</i> avec;<br /><i><b>Moy.</b></i> συμπρεσβεύομαι envoyer à la fois comme ambassadeur.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πρεσβεύω]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπρεσβεύω Medium diacritics: συμπρεσβεύω Low diacritics: συμπρεσβεύω Capitals: ΣΥΜΠΡΕΣΒΕΥΩ
Transliteration A: sympresbeúō Transliteration B: sympresbeuō Transliteration C: sympresveyo Beta Code: sumpresbeu/w

English (LSJ)

   A to be a fellow-ambassador, be joined or associated with on an embassy, D.19.189, Aeschin.2.169, IG22.844.15, OGI333.12 (ii B.C.):—Med., join in sending an embassy, Th.3.92, 5.44.

German (Pape)

[Seite 990] Mitgesandter sein, mit bei einer Gesandtschaft sein, οὐδὲ συμπεπρεσβευκέναι φημί σοι Dem. 19, 189, u. A. – Im med., Thuc. 3, 92. 5, 44.

Greek (Liddell-Scott)

συμπρεσβεύω: ἀποστέλλομαι μετ’ ἄλλων πρεσβευτῶν ὡς συμπρεσβευτής, εἶμαι συμπρεσβευτής, Δημ. 400. 11, Αἰσχίν. 50 ἐν τέλ. ― Μέσ., συναποστέλλω πρεσβείαν, Θουκ. 3. 92., 5. 44.

French (Bailly abrégé)

être ambassadeur ensemble ou avec;
Moy. συμπρεσβεύομαι envoyer à la fois comme ambassadeur.
Étymologie: σύν, πρεσβεύω.