παλιμπρυμνηδόν: Difference between revisions
From LSJ
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
(6_7) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰλιμπρυμνηδόν''': Ἐπίρρ., μὲ τὴν πρύμναν πρὸς τὰ ἐμπρός, «ὀπισθόκωλα», ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρμάνν. καὶ Δινδ. ἐν Εὐριπ. Ι. Τ. 1395, ἐκ τοῦ Ἡσυχ. [[ὅστις]] ἑρμηνεύει: [[οἷον]] παλίμπρυμνον χώρησιν. | |lstext='''πᾰλιμπρυμνηδόν''': Ἐπίρρ., μὲ τὴν πρύμναν πρὸς τὰ ἐμπρός, «ὀπισθόκωλα», ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρμάνν. καὶ Δινδ. ἐν Εὐριπ. Ι. Τ. 1395, ἐκ τοῦ Ἡσυχ. [[ὅστις]] ἑρμηνεύει: [[οἷον]] παλίμπρυμνον χώρησιν. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />avec la poupe retournée, à reculons.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[πρύμνα]], -δον. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv.
A stern-foremost, E.IT1395, from Hsch., who expl. it οἷον παλίμπρυμνον χώρησιν.
German (Pape)
[Seite 449] rückwärts, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιμπρυμνηδόν: Ἐπίρρ., μὲ τὴν πρύμναν πρὸς τὰ ἐμπρός, «ὀπισθόκωλα», ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρμάνν. καὶ Δινδ. ἐν Εὐριπ. Ι. Τ. 1395, ἐκ τοῦ Ἡσυχ. ὅστις ἑρμηνεύει: οἷον παλίμπρυμνον χώρησιν.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec la poupe retournée, à reculons.
Étymologie: πάλιν, πρύμνα, -δον.