συγκατοικέω: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκατοικέω''': κατοικῶ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Πλουτ. Περικλ. 20· μεταφ., [[γέρων]] γέροντι συγκατῴκηκεν [[πίνος]] Σοφ. Ο. Κ. 1259.
|lstext='''συγκατοικέω''': κατοικῶ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, τινι Πλουτ. Περικλ. 20· μεταφ., [[γέρων]] γέροντι συγκατῴκηκεν [[πίνος]] Σοφ. Ο. Κ. 1259.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />habiter avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατοικέω]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατοικέω Medium diacritics: συγκατοικέω Low diacritics: συγκατοικέω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΕΩ
Transliteration A: synkatoikéō Transliteration B: synkatoikeō Transliteration C: sygkatoikeo Beta Code: sugkatoike/w

English (LSJ)

   A dwell with one, τινι Plu.Per.20: metaph., γέρων γέροντι συγκατῴκηεν πίνος S.OC1259.

German (Pape)

[Seite 966] mit bewohnen, τῆς (ἐσθῆτος) ὁ δυσφιλὴς γέρων γέροντι συγκατῴκηκεν πίνος, Soph. O. C. 1261.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατοικέω: κατοικῶ ὁμοῦ μετά τινος, τινι Πλουτ. Περικλ. 20· μεταφ., γέρων γέροντι συγκατῴκηκεν πίνος Σοφ. Ο. Κ. 1259.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
habiter avec, τινι.
Étymologie: σύν, κατοικέω.