χαριτοβλέφαρος: Difference between revisions
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
(6_17) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χαρῐτοβλέφαρος''': -ον, ὁ ἔχων βλέφαρα ὅμοια πρὸς τὰ τῶν Χαρίτων, ὄμματα Ἀνθ. Π. παράρτ. 209· κωμικῶς, [[μᾶζα]] χ. Εὔβουλος ἐν «Τίτθαις» 2. 2) ὡς οὐσιαστ., [[φυτόν]] τι χρήσιμον εἰς παρασκευὴν φίλτρων, ἴδε Πλίν. 13. 25. | |lstext='''χαρῐτοβλέφαρος''': -ον, ὁ ἔχων βλέφαρα ὅμοια πρὸς τὰ τῶν Χαρίτων, ὄμματα Ἀνθ. Π. παράρτ. 209· κωμικῶς, [[μᾶζα]] χ. Εὔβουλος ἐν «Τίτθαις» 2. 2) ὡς οὐσιαστ., [[φυτόν]] τι χρήσιμον εἰς παρασκευὴν φίλτρων, ἴδε Πλίν. 13. 25. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />aux paupières gracieuses, aux beaux yeux.<br />'''Étymologie:''' [[χάρις]], [[βλέφαρον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A with eyelids or eyes like the Charites, ὄμματα IG3.1376; Com., μᾶζα χ. Eub.112.4 (lyr.); of a person, MAMA4.133 (Metropolis, ii A. D.); applied to Demetrius of Phalerum, Hsch. Mil.Fr.7.17M. 2 Subst., a plant, used in philtres, Plin.HN 13.142.
German (Pape)
[Seite 1339] mit anmuthigen, holden Augenlidern, anmuthig blickend, ὄμματα, Ep. ad. 721 a (App. 209); komisch auch μᾶζα, Eubul. bei Ath. XV, 685 e.
Greek (Liddell-Scott)
χαρῐτοβλέφαρος: -ον, ὁ ἔχων βλέφαρα ὅμοια πρὸς τὰ τῶν Χαρίτων, ὄμματα Ἀνθ. Π. παράρτ. 209· κωμικῶς, μᾶζα χ. Εὔβουλος ἐν «Τίτθαις» 2. 2) ὡς οὐσιαστ., φυτόν τι χρήσιμον εἰς παρασκευὴν φίλτρων, ἴδε Πλίν. 13. 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux paupières gracieuses, aux beaux yeux.
Étymologie: χάρις, βλέφαρον.