περίφοιτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίφοιτος''': -ον, περιστρεφόμενος, ἔργα σελήνης Παρμεν. 130˙ περιπλανώμενος, ἐπὶ χυδαίου ἔρωτος, Λατιν. vulgivagus, Καλλ. ἐν Ἀνθ. Π. 12. 43., 13. 24. ΙΙ. Παθ., περικυκλούμενος, βασκάνων γνώμαις Φίλων 2. 248. | |lstext='''περίφοιτος''': -ον, περιστρεφόμενος, ἔργα σελήνης Παρμεν. 130˙ περιπλανώμενος, ἐπὶ χυδαίου ἔρωτος, Λατιν. vulgivagus, Καλλ. ἐν Ἀνθ. Π. 12. 43., 13. 24. ΙΙ. Παθ., περικυκλούμενος, βασκάνων γνώμαις Φίλων 2. 248. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui va et vient tout autour, qui rôde autour ; <i>ou simpl.</i> qui tourne autour;<br /><b>2</b> autour de qui l’on rôde.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[φοιτάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A revolving, ἔργα σελήνης Parm.10.4; of persons, wandering about, Call.Epigr.30.3,39.2, Nonn.D.3.297, al.; ψυχὴ π. καὶ πεπλανωμένη Ph.1.484 ; but f.l. for περίφημον, Id.2.248.
German (Pape)
[Seite 599] umhergehend, -schweifend, vulgivagus, Callim. 1. 19 (XII, 43. XIII, 24).
Greek (Liddell-Scott)
περίφοιτος: -ον, περιστρεφόμενος, ἔργα σελήνης Παρμεν. 130˙ περιπλανώμενος, ἐπὶ χυδαίου ἔρωτος, Λατιν. vulgivagus, Καλλ. ἐν Ἀνθ. Π. 12. 43., 13. 24. ΙΙ. Παθ., περικυκλούμενος, βασκάνων γνώμαις Φίλων 2. 248.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui va et vient tout autour, qui rôde autour ; ou simpl. qui tourne autour;
2 autour de qui l’on rôde.
Étymologie: περί, φοιτάω.