ἀποκοιτέω: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
(6_23) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποκοιτέω''': κοιμῶμαι μακρὰν τῆς τάξεώς μου, ἑκάστους, ἣν παρέλαβον τάξιν διατηρεῖν, [[μήτε]] ἀφημερεύοντας, [[μήτε]] ἀποκοιτοῦντας Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 238. 10. | |lstext='''ἀποκοιτέω''': κοιμῶμαι μακρὰν τῆς τάξεώς μου, ἑκάστους, ἣν παρέλαβον τάξιν διατηρεῖν, [[μήτε]] ἀφημερεύοντας, [[μήτε]] ἀποκοιτοῦντας Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 238. 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />quitter son poste pour aller dormir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπόκοιτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
A sleep away from one's post, Decr. ap. D.18.37, cf. PPetr.3p.204 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 307] den Posten Nachts verlassen und schlafen, Dem. 18, 37 neben ἀφημερεύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκοιτέω: κοιμῶμαι μακρὰν τῆς τάξεώς μου, ἑκάστους, ἣν παρέλαβον τάξιν διατηρεῖν, μήτε ἀφημερεύοντας, μήτε ἀποκοιτοῦντας Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 238. 10.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
quitter son poste pour aller dormir.
Étymologie: ἀπόκοιτος.