ὅρισμα: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἀφ' ἱερᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort

Source
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὅρισμα''': Ἰων. οὔρ-, τό, ([[ὁρίζω]]) [[ὅριον]], σύνορον, Ἡρόδ. 2. 17˙ καὶ ἐν τῷ πληθ. ὡς τὸ ὅρια, ὁ αὐτ. 4. 45, Εὐρ. Ἑκάβ. 16˙ - [[ὅρισμα]] βαρβάρων, [[ἐναντίον]] αὐτῶν, ὁ αὐτ. Ι. Α. 952˙ - παροιμ., Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα, ἐπὶ διαφιλονικουμένων ζητημάτων, Πλούτ. 2. 122C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὅρισμα]]˙ [[στήριγμα]]. ἢ ὅρος».
|lstext='''ὅρισμα''': Ἰων. οὔρ-, τό, ([[ὁρίζω]]) [[ὅριον]], σύνορον, Ἡρόδ. 2. 17˙ καὶ ἐν τῷ πληθ. ὡς τὸ ὅρια, ὁ αὐτ. 4. 45, Εὐρ. Ἑκάβ. 16˙ - [[ὅρισμα]] βαρβάρων, [[ἐναντίον]] αὐτῶν, ὁ αὐτ. Ι. Α. 952˙ - παροιμ., Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα, ἐπὶ διαφιλονικουμένων ζητημάτων, Πλούτ. 2. 122C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὅρισμα]]˙ [[στήριγμα]]. ἢ ὅρος».
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />borne, frontière, limite ; territoire enfermé dans des limites, pays, contrée.<br />'''Étymologie:''' [[ὁρίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅρισμα Medium diacritics: ὅρισμα Low diacritics: όρισμα Capitals: ΟΡΙΣΜΑ
Transliteration A: hórisma Transliteration B: horisma Transliteration C: orisma Beta Code: o(/risma

English (LSJ)

Ion. οὔρ-, ατος, τό, (ὁρίζω)

   A boundary, limit, Hdt.2.17: and in pl., like ὅρια 1, Id.4.45, E.Hec.16; ὅ. βαρβάρων against them, Id.IA952 : prov., Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα, of matters which should be kept apart, Trag.Adesp.560.

German (Pape)

[Seite 378] τό, die Gränze; Eur. oft, ἕως γῆς ὄρθ' ἔκειθ' ὁρίσματα, Hec. 16, πρὶν τὰ Τροίας εἰσβαλεῖν ὁρίσματα, Andr. 969, das Gebiet; – übh. Bestimmung, Plut. de sanit. tuend. im Anf. sagt χωρὶς γὰρ τὰ φιλοσόφων καὶ ἰατρῶν ὁρίσματα ὥςπερ Μυσῶν καὶ Φρυγῶν, u. auch sonst wird das sprichwörtlich gewordene χωρὶς τὰ Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα angeführt, die oft über die Gränzen stritten.

Greek (Liddell-Scott)

ὅρισμα: Ἰων. οὔρ-, τό, (ὁρίζω) ὅριον, σύνορον, Ἡρόδ. 2. 17˙ καὶ ἐν τῷ πληθ. ὡς τὸ ὅρια, ὁ αὐτ. 4. 45, Εὐρ. Ἑκάβ. 16˙ - ὅρισμα βαρβάρων, ἐναντίον αὐτῶν, ὁ αὐτ. Ι. Α. 952˙ - παροιμ., Μυσῶν καὶ Φρυγῶν ὁρίσματα, ἐπὶ διαφιλονικουμένων ζητημάτων, Πλούτ. 2. 122C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὅρισμα˙ στήριγμα. ἢ ὅρος».

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
borne, frontière, limite ; territoire enfermé dans des limites, pays, contrée.
Étymologie: ὁρίζω.