κιχλισμός: Difference between revisions

From LSJ

ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κιχλισμός''': ὁ, [[ἠλίθιος]] [[γέλως]], [[καγχασμός]], Κλήμ. Ἀλ. 196 ([[ἐντεῦθεν]] κιχλιασμός), Α. Β. 271· διάφ. γραφὴ ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 1073 ἀντὶ [[καχασμός]]· πρβλ [[κιχλίζω]]. Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κιχλισμός]]· [[γέλως]] σφοδρὸς» (αἰσχρὸς [[γέλως]] [[μετὰ]] ἀταξίας).
|lstext='''κιχλισμός''': ὁ, [[ἠλίθιος]] [[γέλως]], [[καγχασμός]], Κλήμ. Ἀλ. 196 ([[ἐντεῦθεν]] κιχλιασμός), Α. Β. 271· διάφ. γραφὴ ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 1073 ἀντὶ [[καχασμός]]· πρβλ [[κιχλίζω]]. Καθ’ Ἡσύχ.: «[[κιχλισμός]]· [[γέλως]] σφοδρὸς» (αἰσχρὸς [[γέλως]] [[μετὰ]] ἀταξίας).
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />éclat de rire.<br />'''Étymologie:''' [[κιχλίζω]]¹.
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιχλισμός Medium diacritics: κιχλισμός Low diacritics: κιχλισμός Capitals: ΚΙΧΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kichlismós Transliteration B: kichlismos Transliteration C: kichlismos Beta Code: kixlismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A tittering, giggling, Ar.Nu.1073 (pl., v.l. καχασμῶν), cf.AB271.

German (Pape)

[Seite 1444] ὁ, das Krammetsvögelspeisen, -schmausen, Ar. Nubb. 1073, neben ὄψων, πότων, wo Andere es übersetzen »lachen«; vgl. B. A. 271, 30.

Greek (Liddell-Scott)

κιχλισμός: ὁ, ἠλίθιος γέλως, καγχασμός, Κλήμ. Ἀλ. 196 (ἐντεῦθεν κιχλιασμός), Α. Β. 271· διάφ. γραφὴ ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 1073 ἀντὶ καχασμός· πρβλ κιχλίζω. Καθ’ Ἡσύχ.: «κιχλισμός· γέλως σφοδρὸς» (αἰσχρὸς γέλως μετὰ ἀταξίας).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
éclat de rire.
Étymologie: κιχλίζω¹.