καχασμός

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰχασμός Medium diacritics: καχασμός Low diacritics: καχασμός Capitals: ΚΑΧΑΣΜΟΣ
Transliteration A: kachasmós Transliteration B: kachasmos Transliteration C: kachasmos Beta Code: kaxasmo/s

English (LSJ)

ὁ, loud laughter, v.l. for κιχλισμός, Ar. Nu.1073 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1409] ὁ, ausgelassenes Lachen, ἔκχυτος γέλως, VLL.; so lies't Rav. cod. Ar. Nub. 1072 für κιχλισμός. – Sp., wie Clem. Al. u. Poll. 6, 199, haben καγχασμός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καχασμός -οῦ, ὁ [καχάζω] schaterlach.

Russian (Dvoretsky)

κᾰχασμός: ὁ pl. смех, хохот (Arph. - v.l. κιχλισμός).

Greek Monolingual

καχασμός, ὁ (Α) καχάζω
ο καγχασμός, το ηχηρό γέλιο.

Greek Monotonic

κᾰχασμός: ὁ, = καγχασμὸς (βλ. αυτ.), σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰχασμός: ὁ, = καγχασμός (ὃ ἴδε), ὁ ἔκχυτος γέλως, Σουΐδ. «ἀθρόος καὶ ἄφθονος γέλως», τὸ καχάνισμα, Ἀριστοφ. Νεφ. 1073, κατὰ τὸ Ραβ. Ἀντίγραφον (κατὰ τὸν Κλήμ. Ἀλεξ. σ. 196, «κιχλισμός ἐπὶ τοῦ τῶν γυναικῶν γέλωτος, καχασμός δὲ ἐπὶ τοῦ τῶν ἀνδρῶν»).

Middle Liddell

= καγχασμός (q.v.), Ar.]