καχασμός
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
English (LSJ)
ὁ, loud laughter, v.l. for κιχλισμός, Ar. Nu.1073 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1409] ὁ, ausgelassenes Lachen, ἔκχυτος γέλως, VLL.; so lies't Rav. cod. Ar. Nub. 1072 für κιχλισμός. – Sp., wie Clem. Al. u. Poll. 6, 199, haben καγχασμός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καχασμός -οῦ, ὁ [καχάζω] schaterlach.
Russian (Dvoretsky)
κᾰχασμός: ὁ pl. смех, хохот (Arph. - v.l. κιχλισμός).
Greek Monolingual
καχασμός, ὁ (Α) καχάζω
ο καγχασμός, το ηχηρό γέλιο.
Greek Monotonic
κᾰχασμός: ὁ, = καγχασμὸς (βλ. αυτ.), σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰχασμός: ὁ, = καγχασμός (ὃ ἴδε), ὁ ἔκχυτος γέλως, Σουΐδ. «ἀθρόος καὶ ἄφθονος γέλως», τὸ καχάνισμα, Ἀριστοφ. Νεφ. 1073, κατὰ τὸ Ραβ. Ἀντίγραφον (κατὰ τὸν Κλήμ. Ἀλεξ. σ. 196, «κιχλισμός ἐπὶ τοῦ τῶν γυναικῶν γέλωτος, καχασμός δὲ ἐπὶ τοῦ τῶν ἀνδρῶν»).