παλίνδρομος: Difference between revisions
Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
(6_17) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰλίνδρομος''': -ον, ὁ [[πάλιν]] εἰς τὰ [[ὀπίσω]] τρέχων, π. ἄπιθι Λουκ. Τίμων 37· π. ἔλλαβε [[πένθος]], συνεχῶς ἐπανερχόμενον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2240· μνᾶς ... παλινδρόμους λαμβάνειν, [[ὀπίσω]] [[πάλιν]], Διογ. Λ. 2. 65· - μεταφορ., [[ἀβέβαιος]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 203. Ἐπίρρ. -μως, πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Θεόδ. Πρόδρ. 218. | |lstext='''πᾰλίνδρομος''': -ον, ὁ [[πάλιν]] εἰς τὰ [[ὀπίσω]] τρέχων, π. ἄπιθι Λουκ. Τίμων 37· π. ἔλλαβε [[πένθος]], συνεχῶς ἐπανερχόμενον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2240· μνᾶς ... παλινδρόμους λαμβάνειν, [[ὀπίσω]] [[πάλιν]], Διογ. Λ. 2. 65· - μεταφορ., [[ἀβέβαιος]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 203. Ἐπίρρ. -μως, πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Θεόδ. Πρόδρ. 218. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui court en sens inverse, qui revient sur ses pas.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[δραμεῖν]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:46, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A running back again, π. ἄπιθι Luc.Tim.37; recurring, σελήνη π. ἀνάμνησις Secund.Sent.6; π. ἔλλαβε πένθος recurring, Epigr.Gr. 233.7 (Chios); μνᾶς . . παλινδρόμους ἀπολαβεῖν back again, D.L.2.65: metaph., uncertain, S.E.P.2.203.
German (Pape)
[Seite 450] zurück-, rückwärtslaufend; παλίνδρομος ἄπιθι, Luc. Tim. 37; a. Sp., auch übertr., S. Emp. pyrrh. 2, 203.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίνδρομος: -ον, ὁ πάλιν εἰς τὰ ὀπίσω τρέχων, π. ἄπιθι Λουκ. Τίμων 37· π. ἔλλαβε πένθος, συνεχῶς ἐπανερχόμενον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2240· μνᾶς ... παλινδρόμους λαμβάνειν, ὀπίσω πάλιν, Διογ. Λ. 2. 65· - μεταφορ., ἀβέβαιος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 203. Ἐπίρρ. -μως, πρὸς τὰ ὀπίσω, Θεόδ. Πρόδρ. 218.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui court en sens inverse, qui revient sur ses pas.
Étymologie: πάλιν, δραμεῖν.