δωδεκάμηνος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δωδεκάμηνος''': -ον, ἐκ [[δώδεκα]] μηνῶν ἀποτελούμενος, [[τέλος]] Πίνδ. Ν. 11. 11· ποιητ. δυωδεκάμ-, ἔχων ἡλικίαν [[δώδεκα]] μηνῶν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 750.
|lstext='''δωδεκάμηνος''': -ον, ἐκ [[δώδεκα]] μηνῶν ἀποτελούμενος, [[τέλος]] Πίνδ. Ν. 11. 11· ποιητ. δυωδεκάμ-, ἔχων ἡλικίαν [[δώδεκα]] μηνῶν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 750.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />de douze mois.<br />'''Étymologie:''' [[δώδεκα]], [[μήν]]².
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωδεκάμηνος Medium diacritics: δωδεκάμηνος Low diacritics: δωδεκάμηνος Capitals: ΔΩΔΕΚΑΜΗΝΟΣ
Transliteration A: dōdekámēnos Transliteration B: dōdekamēnos Transliteration C: dodekaminos Beta Code: dwdeka/mhnos

English (LSJ)

ον,

   A of twelve months, τέλος Pi.N.11.10 (but δυω- codd.): -μηνον, τό, year, Thd.Da.4.26, POxy.506.15 (ii A.D.):—poet. δυωδεκάμ-, twelve months old, Hes.Op.752.

German (Pape)

[Seite 693] von zwölf Monaten, τέλος, Pind. N. 11, 10; poet. δυωδ., Hes. O. 750; δυοκαιδ., Soph. Tr. 645.

Greek (Liddell-Scott)

δωδεκάμηνος: -ον, ἐκ δώδεκα μηνῶν ἀποτελούμενος, τέλος Πίνδ. Ν. 11. 11· ποιητ. δυωδεκάμ-, ἔχων ἡλικίαν δώδεκα μηνῶν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 750.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de douze mois.
Étymologie: δώδεκα, μήν².