δύσθετος: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσθετος''': -ον, ([[τίθημι]]) ὁ ἐν κακῇ καταστάσει ὤν, τὸ δ., κακὴ [[κατάστασις]], Ἰώσηπ. Α. Ι. 15. 9, 6. ΙΙ. [[δυσέμβλητος]], δυσκόλως ἀποκαθιστάμενος, ὀστέα Ἱππ. Ἀγμ. 776.
|lstext='''δύσθετος''': -ον, ([[τίθημι]]) ὁ ἐν κακῇ καταστάσει ὤν, τὸ δ., κακὴ [[κατάστασις]], Ἰώσηπ. Α. Ι. 15. 9, 6. ΙΙ. [[δυσέμβλητος]], δυσκόλως ἀποκαθιστάμενος, ὀστέα Ἱππ. Ἀγμ. 776.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> difficile à placer, à remettre;<br /><b>2</b> mal disposé.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[τίθημι]].
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσθετος Medium diacritics: δύσθετος Low diacritics: δύσθετος Capitals: ΔΥΣΘΕΤΟΣ
Transliteration A: dýsthetos Transliteration B: dysthetos Transliteration C: dysthetos Beta Code: du/sqetos

English (LSJ)

ον, (τίθημι)

   A in bad case, κακόν Ph.1.97; τὸ δ. bad condition, J.AJ15.9.6.    II hard to set right, Hp.Fract.38 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 681] 1) in schlechter Lage, in übler Stimmung, Hesych.; τὸ δύσθετον, üble Lage, Ios. – 2) Bei Hipp. = schwer einzurichten, wie δυσέμβολος.

Greek (Liddell-Scott)

δύσθετος: -ον, (τίθημι) ὁ ἐν κακῇ καταστάσει ὤν, τὸ δ., κακὴ κατάστασις, Ἰώσηπ. Α. Ι. 15. 9, 6. ΙΙ. δυσέμβλητος, δυσκόλως ἀποκαθιστάμενος, ὀστέα Ἱππ. Ἀγμ. 776.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 difficile à placer, à remettre;
2 mal disposé.
Étymologie: δυσ-, τίθημι.