πέρσις: Difference between revisions
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πέρσις''': ἡ, ([[πέρθω]]) [[ἐκπόρθησις]], [[ἅλωσις]], π. Ἰλίου, [[ποίημα]] τοῦ Ἀρκτίνου ἀνῆκον εἰς τὸν Ἐπικὸν κύκλον, Ἀριστ. Ποιητ. 18, 15., 22, 7· τοῦ Λέσχεω, Παυσ. 10. 25, 5 ([[ἔνθα]] γενικ. πέρσιδος): τοῦ Στησιχόρου, ὁ αὐτ. 26, 1. | |lstext='''πέρσις''': ἡ, ([[πέρθω]]) [[ἐκπόρθησις]], [[ἅλωσις]], π. Ἰλίου, [[ποίημα]] τοῦ Ἀρκτίνου ἀνῆκον εἰς τὸν Ἐπικὸν κύκλον, Ἀριστ. Ποιητ. 18, 15., 22, 7· τοῦ Λέσχεω, Παυσ. 10. 25, 5 ([[ἔνθα]] γενικ. πέρσιδος): τοῦ Στησιχόρου, ὁ αὐτ. 26, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />destruction d’une ville.<br />'''Étymologie:''' [[πέρθω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (πέρθω)
A sacking, sack, π. Ἰλίου, name of a tragedy, Arist.Po.1456a16, 1459b6; of a poem by Lesches, Paus.10.25.5; by Stesichorus, Id.10.26.1.
German (Pape)
[Seite 603] ἡ, die Verwüstung, Zerstörung, Paus. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πέρσις: ἡ, (πέρθω) ἐκπόρθησις, ἅλωσις, π. Ἰλίου, ποίημα τοῦ Ἀρκτίνου ἀνῆκον εἰς τὸν Ἐπικὸν κύκλον, Ἀριστ. Ποιητ. 18, 15., 22, 7· τοῦ Λέσχεω, Παυσ. 10. 25, 5 (ἔνθα γενικ. πέρσιδος): τοῦ Στησιχόρου, ὁ αὐτ. 26, 1.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
destruction d’une ville.
Étymologie: πέρθω.