νουθετέω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νουθετέω''': ([[τίθημι]]) ἐν τῷ νῷ [[τίθημι]], θέτω εἰς τὸν νοῦν τινος, ἐφιστῶ τὴν προσοχὴν [[αὐτοῦ]] εἴς τι, ὄθεν, [[συμβουλεύω]], [[προτρέπω]], μετ’ αἰτ. προσ., Ἡρόδ. 2. 173· παραινεῖν, νουθετεῖν τε τοὺς κακῶς πράσσοντας Αἰσχύλ. Πρ. 264· οὐδὲ νουθετεῖν ἔξεστί σε Σοφ. Ἠλ. 595· [[κᾆτα]] νουθετεῖς ἐμέ; ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1283· - μετ’ αἰτ. πράγματ., ν. τάδε [[αὐτόθι]] 1025, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 732· - [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., τοιαῦτ’ ἄνολβον ἄνδρ’ ἐνουθέτει Σοφ. Αἴ. 1156· [[ἅπερ]] με νουθετεῖς Ευρ. Ἱκέτ. 338, πρβλ. Ὀρ. 299· ν. τινα ὡς ..., Ξεν. Κύρ. 8. 2, 15· - Παθ., νουθετούμενος Σοφ. Ο. Κ. 1193, Εὐρ. Μήδ. 29, κτλ.· πρὶν ὑπὸ σοῦ [[ταῦτα]] νουθετηθῆναι Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 301C. 2) μεταφορ., ν. τινα κονδύλοις, πληγαῖς Ἀριστοφ. Σφ. 254, Πλάτ. Νόμ. 899D· [[ἐντεῦθεν]] συνημμένον [[μετὰ]] τοῦ κολλάζειν, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 479Α.
|lstext='''νουθετέω''': ([[τίθημι]]) ἐν τῷ νῷ [[τίθημι]], θέτω εἰς τὸν νοῦν τινος, ἐφιστῶ τὴν προσοχὴν [[αὐτοῦ]] εἴς τι, ὄθεν, [[συμβουλεύω]], [[προτρέπω]], μετ’ αἰτ. προσ., Ἡρόδ. 2. 173· παραινεῖν, νουθετεῖν τε τοὺς κακῶς πράσσοντας Αἰσχύλ. Πρ. 264· οὐδὲ νουθετεῖν ἔξεστί σε Σοφ. Ἠλ. 595· [[κᾆτα]] νουθετεῖς ἐμέ; ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1283· - μετ’ αἰτ. πράγματ., ν. τάδε [[αὐτόθι]] 1025, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 732· - [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ., τοιαῦτ’ ἄνολβον ἄνδρ’ ἐνουθέτει Σοφ. Αἴ. 1156· [[ἅπερ]] με νουθετεῖς Ευρ. Ἱκέτ. 338, πρβλ. Ὀρ. 299· ν. τινα ὡς ..., Ξεν. Κύρ. 8. 2, 15· - Παθ., νουθετούμενος Σοφ. Ο. Κ. 1193, Εὐρ. Μήδ. 29, κτλ.· πρὶν ὑπὸ σοῦ [[ταῦτα]] νουθετηθῆναι Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 301C. 2) μεταφορ., ν. τινα κονδύλοις, πληγαῖς Ἀριστοφ. Σφ. 254, Πλάτ. Νόμ. 899D· [[ἐντεῦθεν]] συνημμένον [[μετὰ]] τοῦ κολλάζειν, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 479Α.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> mettre dans l’esprit :<br /><b>1</b> remettre en mémoire, faire ressouvenir, rappeler : [[τι]] qch ; τινα avertir qqn ; τινά [[τι]] rappeler qch à qqn ; [[ὡς]] XÉN rappeler que, <i>etc.</i><br /><b>2</b> avertir, réprimander, faire la leçon;<br /><b>II.</b> calmer : τινα ἐπῳδαῖς SOPH apaiser qqn par des chants.<br />'''Étymologie:''' [[νοῦς]], [[τίθημι]].
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουθετέω Medium diacritics: νουθετέω Low diacritics: νουθετέω Capitals: ΝΟΥΘΕΤΕΩ
Transliteration A: nouthetéō Transliteration B: noutheteō Transliteration C: noutheteo Beta Code: nouqete/w

English (LSJ)

(τίθημι)

   A put in mind : hence, admonish, warn, re- buke, c. acc. pers., Hdt.2.173 ; παραινεῖν ν. τε τὸν κακῶς πράσσοντα A. Pr.266 ; οὐδὲ νουθετεῖν ἔξεστί σε S.El.595 ; κᾆτα νουθετεῖς ἐμέ Id.Ph. 1283 ; Ἔρωτα Lyr.Alex.Adesp. 8 (a) : c. acc. rei, ν. τάδε S.El.1025, cf.Ar.V.732 (lyr.) ; advise concerning, μηχανήματα E.HF855 (troch.): c. dupl. acc., τοιαῦτ' ἄνολβον ἄνδρ' ἐνουθέτει S.Aj.1156 ; ἅπερ με νουθετεῖς E.Supp.337, cf. Or.299 ; ν. τινὰ ὡς . . X.Cyr.8.2.15 :—Pass., S. OC1193, E.Med.29, etc. ; πρὶν ὑπὸ σοῦ ταῦτα νουθετηθῆναι Pl.Hp.Ma. 301c.    2 metaph., chastise, ν. τινὰ κονδύλοις, πληγαῖς, Ar.V.254, Pl.Lg.879d :—Pass., coupled with κολάζεσθαι, Id.Grg.478e.

Greek (Liddell-Scott)

νουθετέω: (τίθημι) ἐν τῷ νῷ τίθημι, θέτω εἰς τὸν νοῦν τινος, ἐφιστῶ τὴν προσοχὴν αὐτοῦ εἴς τι, ὄθεν, συμβουλεύω, προτρέπω, μετ’ αἰτ. προσ., Ἡρόδ. 2. 173· παραινεῖν, νουθετεῖν τε τοὺς κακῶς πράσσοντας Αἰσχύλ. Πρ. 264· οὐδὲ νουθετεῖν ἔξεστί σε Σοφ. Ἠλ. 595· κᾆτα νουθετεῖς ἐμέ; ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1283· - μετ’ αἰτ. πράγματ., ν. τάδε αὐτόθι 1025, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 732· - μετὰ διπλῆς αἰτ., τοιαῦτ’ ἄνολβον ἄνδρ’ ἐνουθέτει Σοφ. Αἴ. 1156· ἅπερ με νουθετεῖς Ευρ. Ἱκέτ. 338, πρβλ. Ὀρ. 299· ν. τινα ὡς ..., Ξεν. Κύρ. 8. 2, 15· - Παθ., νουθετούμενος Σοφ. Ο. Κ. 1193, Εὐρ. Μήδ. 29, κτλ.· πρὶν ὑπὸ σοῦ ταῦτα νουθετηθῆναι Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 301C. 2) μεταφορ., ν. τινα κονδύλοις, πληγαῖς Ἀριστοφ. Σφ. 254, Πλάτ. Νόμ. 899D· ἐντεῦθεν συνημμένον μετὰ τοῦ κολλάζειν, ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 479Α.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. mettre dans l’esprit :
1 remettre en mémoire, faire ressouvenir, rappeler : τι qch ; τινα avertir qqn ; τινά τι rappeler qch à qqn ; ὡς XÉN rappeler que, etc.
2 avertir, réprimander, faire la leçon;
II. calmer : τινα ἐπῳδαῖς SOPH apaiser qqn par des chants.
Étymologie: νοῦς, τίθημι.