ἁπαλύνω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)

Source
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁπᾰλύνω''': μέλλ. ῠνῶ, (ἁπαλὸς) [[μαλακύνω]], [[μαλάσσω]], τοῦ ἵππου τὸ [[στόμα]], τὰς τρίχας Ξεν. Ἱππ. 5. 5: [[παχύνω]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἰσχναίνω]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 816. 2) καθιστῶ τι ἁπαλόν, τρυφερόν, τοὺς πόδας ὑποδήμασι Ξεν. Λακ. 2. 1, πρβλ. Ἱππ. 4. 5: ― Παθ. μαλακύνομαι, μαλάσσομαι, μεταφορ. Ἑβδ. (Βασιλ. Δ΄ κβ΄, 19΄, Ψαλμ. νδ΄, 21).
|lstext='''ἁπᾰλύνω''': μέλλ. ῠνῶ, (ἁπαλὸς) [[μαλακύνω]], [[μαλάσσω]], τοῦ ἵππου τὸ [[στόμα]], τὰς τρίχας Ξεν. Ἱππ. 5. 5: [[παχύνω]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἰσχναίνω]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 816. 2) καθιστῶ τι ἁπαλόν, τρυφερόν, τοὺς πόδας ὑποδήμασι Ξεν. Λακ. 2. 1, πρβλ. Ἱππ. 4. 5: ― Παθ. μαλακύνομαι, μαλάσσομαι, μεταφορ. Ἑβδ. (Βασιλ. Δ΄ κβ΄, 19΄, Ψαλμ. νδ΄, 21).
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> amollir, assouplir;<br /><b>2</b> rendre tendre <i>ou</i> délicat.<br />'''Étymologie:''' [[ἁπαλός]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁπᾰλύνω Medium diacritics: ἁπαλύνω Low diacritics: απαλύνω Capitals: ΑΠΑΛΥΝΩ
Transliteration A: hapalýnō Transliteration B: hapalynō Transliteration C: apalyno Beta Code: a(palu/nw

English (LSJ)

[ῡ],

   A soften, ἵππου τὸ στόμα, τὰς τρίχας, X.Eq.4.5, 5.5; make plump, opp. ἰσχναίνω, Hp.Art.50.    2 make tender or delicate, τοὺς πόδας ὑποδήμασι X.Lac.2.1:—Pass., to be softened, metaph., LXX4 Ki.22.19, Ps. 54(55).21.

German (Pape)

[Seite 277] erweichen, Hippocr.; Xen. re equ. 5, 5; verweichlichen, verzärteln, Xen. Lac. 2, 1; beruhigen, κῦμα άπαλύνεται γαλήνῃ Anacr. 44, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἁπᾰλύνω: μέλλ. ῠνῶ, (ἁπαλὸς) μαλακύνω, μαλάσσω, τοῦ ἵππου τὸ στόμα, τὰς τρίχας Ξεν. Ἱππ. 5. 5: παχύνω, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἰσχναίνω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 816. 2) καθιστῶ τι ἁπαλόν, τρυφερόν, τοὺς πόδας ὑποδήμασι Ξεν. Λακ. 2. 1, πρβλ. Ἱππ. 4. 5: ― Παθ. μαλακύνομαι, μαλάσσομαι, μεταφορ. Ἑβδ. (Βασιλ. Δ΄ κβ΄, 19΄, Ψαλμ. νδ΄, 21).

French (Bailly abrégé)

1 amollir, assouplir;
2 rendre tendre ou délicat.
Étymologie: ἁπαλός.