ἁπαλύνω

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁπᾰλύνω Medium diacritics: ἁπαλύνω Low diacritics: απαλύνω Capitals: ΑΠΑΛΥΝΩ
Transliteration A: hapalýnō Transliteration B: hapalynō Transliteration C: apalyno Beta Code: a(palu/nw

English (LSJ)

[ῡ],
A soften, ἵππου τὸ στόμα, τὰς τρίχας, X.Eq.4.5, 5.5; make plump, opp. ἰσχναίνω, Hp.Art.50.
2 make tender or make delicate, τοὺς πόδας ὑποδήμασι X.Lac.2.1:—Pass., to be softened, metaph., LXX 4 Ki.22.19, Ps. 54(55).21.

Spanish (DGE)

I tr.
1 suavizar, ablandar ἀνθρώπου τε σάρκα καὶ ἵππου στόμα X.Eq.4.5, τὰς τρίχας X.Eq.5.5, ὕδωρ ἔλαιον (ac.) ἁπαλύνει Hippol.M.10.852B
fig. del corazón del pecador, LXX 4Re.22.19.
2 hacer delicado, hacer afeminado τῶν παίδων πόδας ... ὑποδήμασι X.Lac.2.1, τὰς σάρκας ὥσπερ νηπίου LXX Ib.33.25.
3 hacer engordar por op. ἰσχαίνω: ἀναθρέψαι τὸ σῶμα καὶ ἁπαλῦναι Hp.Art.50.
II intr. en v. med. ablandarse de plantas, Horap.1.37
calmarse κῦμα θαλάσσης ... γαλήνῃ Anacreont.46.4.

German (Pape)

[Seite 277] erweichen, Hippocr.; Xen. re equ. 5, 5; verweichlichen, verzärteln, Xen. Lac. 2, 1; beruhigen, κῦμα άπαλύνεται γαλήνῃ Anacr. 44, 4.

French (Bailly abrégé)

1 amollir, assouplir;
2 rendre tendre ou délicat.
Étymologie: ἁπαλός.

Russian (Dvoretsky)

ἁπᾰλύνω:
1 делать мягким, податливым, смягчать (τὸ τοῦ ἵππου στόμα, τὰς τρίχας Xen.);
2 изнеживать (πόδας Xen.);
3 успокаивать (κῦμα ἁπαλύνεται γαλένῃ Anacr.);
4 делать влажным, туманным (ἀὴρ ἁπαλυνόμενος - v.l. к παχυνόμενος - διὰ τὴν περίψυξιν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁπᾰλύνω: μέλλ. ῠνῶ, (ἁπαλὸς) μαλακύνω, μαλάσσω, τοῦ ἵππου τὸ στόμα, τὰς τρίχας Ξεν. Ἱππ. 5. 5: παχύνω, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἰσχναίνω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 816. 2) καθιστῶ τι ἁπαλόν, τρυφερόν, τοὺς πόδας ὑποδήμασι Ξεν. Λακ. 2. 1, πρβλ. Ἱππ. 4. 5: ― Παθ. μαλακύνομαι, μαλάσσομαι, μεταφορ. Ἑβδ. (Βασιλ. Δ΄ κβ΄, 19΄, Ψαλμ. νδ΄, 21).

Greek Monolingual

κ. απαλαίνωἁπαλύνω)
νεοελλ.
μτφ. ανακουφίζω, μετριάζω
καταπραΰνω
αρχ.
1. κάνω κάτι μαλακό, τρυφερό, μαλακώνω
2. κάνω κάτι παχύ
3. παθ. μτφ. καταπραΰνομαι, μαλακώνω.

Greek Monotonic

ἁπᾰλύνω: μέλ. -ῠνῶ (ἁπαλός
1. μαλακώνω, μαλάξω, σε Ξεν.
2. καθιστώ κάτι αβρό, τρυφερό, τοὺς πόδας, στον ίδ.

Middle Liddell

ἁπαλός
1. to soften, Xen.
2. to make tender, τοὺς πόδας Xen.