ἀπόμουσος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπόμουσος''': -ον, ὁ μακρὰν τῶν μουσῶν, [[ἄμουσος]], [[ἀπαίδευτος]], ἄγκροικος, Εὐρ. Μήδ. 1089: ― Ἐπίρρ., κάρτ’ ἀπομούσως [[ἦσθα]] γεγραμμένος, οὐχὶ εὐνοϊκῶς ἦσο ἐζῳγραφημένος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 801.
|lstext='''ἀπόμουσος''': -ον, ὁ μακρὰν τῶν μουσῶν, [[ἄμουσος]], [[ἀπαίδευτος]], ἄγκροικος, Εὐρ. Μήδ. 1089: ― Ἐπίρρ., κάρτ’ ἀπομούσως [[ἦσθα]] γεγραμμένος, οὐχὶ εὐνοϊκῶς ἦσο ἐζῳγραφημένος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 801.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />étranger aux muses, grossier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[μοῦσα]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόμουσος Medium diacritics: ἀπόμουσος Low diacritics: απόμουσος Capitals: ΑΠΟΜΟΥΣΟΣ
Transliteration A: apómousos Transliteration B: apomousos Transliteration C: apomousos Beta Code: a)po/mousos

English (LSJ)

ον,

   A away from the Muses, untutored, rude, E.Med. 1089. Adv., κάρτ' ἀπομούσως ἦσθα γεγραμμένος wast unfavourably painted, A.Ag.801.

German (Pape)

[Seite 315] (Μοῦσα), = ἄμουσος, ohne Musen, ungebildet, Eur. Med. 1088. – Adv. ἀπομούσως, Aesch. Ag. 775.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόμουσος: -ον, ὁ μακρὰν τῶν μουσῶν, ἄμουσος, ἀπαίδευτος, ἄγκροικος, Εὐρ. Μήδ. 1089: ― Ἐπίρρ., κάρτ’ ἀπομούσως ἦσθα γεγραμμένος, οὐχὶ εὐνοϊκῶς ἦσο ἐζῳγραφημένος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 801.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
étranger aux muses, grossier.
Étymologie: ἀπό, μοῦσα.