ἀπολωτίζω: Difference between revisions
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπολωτίζω''': [[ἀπανθίζω]], [[ἀποδρέπω]], [[συλλέγω]] [[ἄνθη]]: [[καθόλου]], ἀποσπῶ, κόμας Εὐρ. Ι. Α. 793· [[ἀποτέμνω]], [[ὅταν]] τις ὡς λειμῶνος ἠρινοῦ στάχυν τόλμας ἀφαιρῇ κἀπολωτίζῃ νέους; ὁ αὐτ. Ἱκ. 449. | |lstext='''ἀπολωτίζω''': [[ἀπανθίζω]], [[ἀποδρέπω]], [[συλλέγω]] [[ἄνθη]]: [[καθόλου]], ἀποσπῶ, κόμας Εὐρ. Ι. Α. 793· [[ἀποτέμνω]], [[ὅταν]] τις ὡς λειμῶνος ἠρινοῦ στάχυν τόλμας ἀφαιρῇ κἀπολωτίζῃ νέους; ὁ αὐτ. Ἱκ. 449. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=déflorer ; arracher <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λωτίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
A = ἀπανθίζω, pluck off flowers: generally, pluck off, κόμας E.IA792; ἀ. νέους cut off the young, Id.Supp.449.
German (Pape)
[Seite 314] Blüthen abpflücken, Eur. Suppl. 465; übh. wegnehmen, κόμας I. A. 793.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολωτίζω: ἀπανθίζω, ἀποδρέπω, συλλέγω ἄνθη: καθόλου, ἀποσπῶ, κόμας Εὐρ. Ι. Α. 793· ἀποτέμνω, ὅταν τις ὡς λειμῶνος ἠρινοῦ στάχυν τόλμας ἀφαιρῇ κἀπολωτίζῃ νέους; ὁ αὐτ. Ἱκ. 449.