ἀπορρύπτω: Difference between revisions
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπορρύπτω''': [[ἀποπλύνω]] τὸν [[ῥύπον]], Λουκ. Ἀλεκτρ. 9. - Μεσ., [[καθαρίζω]] ἐμαυτὸν, Ἐμπεδ. 442 Stein, Πλουτ. Σύλλ. 36, Αἰλ. περὶ Ζ. 9. 62. 2) [[ἀποπλύνω]], τὸ λοετρὸν ἀπορρύπτει μελεδῷνας Ἀνθ. Π. 9. 815. Ὡσαύτως -ρυπόω, Ἡσύχ.: [[ἐντεῦθεν]] οὐσιαστ. -πωσις, ἡ, καθαρισμὸς, Ἐκκλ. | |lstext='''ἀπορρύπτω''': [[ἀποπλύνω]] τὸν [[ῥύπον]], Λουκ. Ἀλεκτρ. 9. - Μεσ., [[καθαρίζω]] ἐμαυτὸν, Ἐμπεδ. 442 Stein, Πλουτ. Σύλλ. 36, Αἰλ. περὶ Ζ. 9. 62. 2) [[ἀποπλύνω]], τὸ λοετρὸν ἀπορρύπτει μελεδῷνας Ἀνθ. Π. 9. 815. Ὡσαύτως -ρυπόω, Ἡσύχ.: [[ἐντεῦθεν]] οὐσιαστ. -πωσις, ἡ, καθαρισμὸς, Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=nettoyer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ῥύπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
A cleanse thoroughly, Asp.in EN25.1, Luc.Gall.9; τοὺς πόρους Gal.11.745:—Med., cleanse oneself, Plu.Sull.36, Ael.NA9.62: c.acc., ἀ. τὰς ἐκ παθῶν καὶ νοσημάτων κηλῖδας Ph.2.487, cf. Iamb.Protr.21.ιά. 2 wash away, μελεδωνάς prob. cj. in AP9.815.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορρύπτω: ἀποπλύνω τὸν ῥύπον, Λουκ. Ἀλεκτρ. 9. - Μεσ., καθαρίζω ἐμαυτὸν, Ἐμπεδ. 442 Stein, Πλουτ. Σύλλ. 36, Αἰλ. περὶ Ζ. 9. 62. 2) ἀποπλύνω, τὸ λοετρὸν ἀπορρύπτει μελεδῷνας Ἀνθ. Π. 9. 815. Ὡσαύτως -ρυπόω, Ἡσύχ.: ἐντεῦθεν οὐσιαστ. -πωσις, ἡ, καθαρισμὸς, Ἐκκλ.