ἀσπιδιώτης: Difference between revisions
From LSJ
τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσπῐδιώτης''': ὁ, [[ἀσπιδοφόρος]], [[πολεμιστής]], ἀνέρες ἀσπιδιῶται Ἰλ. Β. 554., Π. 167, Ἀνακρ. 34: ― οὕτω καὶ ἀσπιδίτης [δῑ], ου, Σοφ. Ἀποσπ. 376. | |lstext='''ἀσπῐδιώτης''': ὁ, [[ἀσπιδοφόρος]], [[πολεμιστής]], ἀνέρες ἀσπιδιῶται Ἰλ. Β. 554., Π. 167, Ἀνακρ. 34: ― οὕτω καὶ ἀσπιδίτης [δῑ], ου, Σοφ. Ἀποσπ. 376. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />armé d’un bouclier.<br />'''Étymologie:''' [[ἀσπίς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A shield-bearing, a warrior, ἀνέρες ἀσπιδιῶται Il.2.554, 16.167, Theoc.14.67, Plb.10.29.6, AP9.116: in Pl., = Lat. scutati, Lyd.Mag.1.9:—so ἀσπῐδίτης [δῑ], ου, ὁ, S.Fr.426.
German (Pape)
[Seite 373] ὁ, mit einem Schilde versehen, Hom. zweimal, ἵππους τε καὶ ἀνέρας ἀσπιδιώτας Iliad. 2, 554. 16, 167; sp. D., Theocr. 14, 67; in Prosa, Pol. 10, 29 u. Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπῐδιώτης: ὁ, ἀσπιδοφόρος, πολεμιστής, ἀνέρες ἀσπιδιῶται Ἰλ. Β. 554., Π. 167, Ἀνακρ. 34: ― οὕτω καὶ ἀσπιδίτης [δῑ], ου, Σοφ. Ἀποσπ. 376.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
armé d’un bouclier.
Étymologie: ἀσπίς.