Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀφυπνόω: Difference between revisions

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφυπνόω''': μέλλ. -ώσω, ἐγείρομαι ἐκ τοῦ ὕπνου, Ἀνθ. Π. 9. 517. ΙΙ. ἀποκοιμῶμαι, Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 23· οὕτω καὶ ἐν μέσ. τύπ., Ἡλιόδ. 9. 12· [[μετὰ]] διαφ. γραφ. ὑφυπν- πρβλ. Λοβ. Φρύν. 224: ― [[ἐντεῦθεν]] ῥημ. ἐπίθ. -ωτέον, πρέπει τις νὰ ἀποκοιμηθῇ, Νικήτ. Χρον. 47Α.
|lstext='''ἀφυπνόω''': μέλλ. -ώσω, ἐγείρομαι ἐκ τοῦ ὕπνου, Ἀνθ. Π. 9. 517. ΙΙ. ἀποκοιμῶμαι, Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 23· οὕτω καὶ ἐν μέσ. τύπ., Ἡλιόδ. 9. 12· [[μετὰ]] διαφ. γραφ. ὑφυπν- πρβλ. Λοβ. Φρύν. 224: ― [[ἐντεῦθεν]] ῥημ. ἐπίθ. -ωτέον, πρέπει τις νὰ ἀποκοιμηθῇ, Νικήτ. Χρον. 47Α.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> s’éveiller;<br /><b>2</b> s’endormir;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀφυπνόομαι-οῦμαι s’endormir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὑπνόω]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφυπνόω Medium diacritics: ἀφυπνόω Low diacritics: αφυπνόω Capitals: ΑΦΥΠΝΟΩ
Transliteration A: aphypnóō Transliteration B: aphypnoō Transliteration C: afypnoo Beta Code: a)fupno/w

English (LSJ)

   A awake from sleep, AP9.517 (Antip. Thess.), Ant.Diog.9.    II fall asleep, Ev.Luc.8.23, Paul.Aeg.1.98:—Med., Hld.9.12 (v.l. ὑφυπν-).

German (Pape)

[Seite 416] 1) aufwachen, Antp. Th. 28 (IX, 517). – 2) einschlafen, Ev. Luc. 8, 23, wie med. bei Heliod. 9, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφυπνόω: μέλλ. -ώσω, ἐγείρομαι ἐκ τοῦ ὕπνου, Ἀνθ. Π. 9. 517. ΙΙ. ἀποκοιμῶμαι, Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 23· οὕτω καὶ ἐν μέσ. τύπ., Ἡλιόδ. 9. 12· μετὰ διαφ. γραφ. ὑφυπν- πρβλ. Λοβ. Φρύν. 224: ― ἐντεῦθεν ῥημ. ἐπίθ. -ωτέον, πρέπει τις νὰ ἀποκοιμηθῇ, Νικήτ. Χρον. 47Α.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 s’éveiller;
2 s’endormir;
Moy. ἀφυπνόομαι-οῦμαι s’endormir.
Étymologie: ἀπό, ὑπνόω.