ἡλιοκαής: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡλιοκᾰής''': -ές, (κάω, [[καίω]]) κεκαυμένος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Λουκ. Λεξιφ. 2· ἴδε τὸ ἑπόμ. | |lstext='''ἡλιοκᾰής''': -ές, (κάω, [[καίω]]) κεκαυμένος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Λουκ. Λεξιφ. 2· ἴδε τὸ ἑπόμ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />brûlé par le soleil.<br />'''Étymologie:''' [[ἥλιος]], [[καίω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (κάω, καίω)
A sunburnt, Luc.Lex.2; ὄστρακον v.l. in Dsc.2.2: -καές, τό, name of a powder, Orib.Fr.115.
German (Pape)
[Seite 1162] ές, von der Sonne verbrannt; χρίεσθαι τὸ ἡλιοκαές Luc. Lexiph. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιοκᾰής: -ές, (κάω, καίω) κεκαυμένος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Λουκ. Λεξιφ. 2· ἴδε τὸ ἑπόμ.