βαθύθριξ: Difference between revisions

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207
(6_22)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰθύθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰς καὶ πυκνὰς τρίχας, Ὀππ. Κυν. 1. 313· ἐπὶ προβάτων ἐχόντων πυκνὰ ἢ μακρὰ ἔρια, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 412.
|lstext='''βᾰθύθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰς καὶ πυκνὰς τρίχας, Ὀππ. Κυν. 1. 313· ἐπὶ προβάτων ἐχόντων πυκνὰ ἢ μακρὰ ἔρια, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 412.
}}
{{bailly
|btext=ύτριχος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> aux cheveux touffus;<br /><b>2</b> à l’épaisse toison.<br />'''Étymologie:''' [[βαθύς]], [[θρίξ]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 424] τριχος, mit dickem, langem Haar, μῆλα βαθύτριχα (was auch von βαθύτριχος kommen kann), dichtwollig, H. h. Apoll. 412; ἵππου βαθύτριχα δείρην, dichtmähnig, Opp. C. 1, 314.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰς καὶ πυκνὰς τρίχας, Ὀππ. Κυν. 1. 313· ἐπὶ προβάτων ἐχόντων πυκνὰ ἢ μακρὰ ἔρια, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 412.

French (Bailly abrégé)

ύτριχος (ὁ, ἡ)
1 aux cheveux touffus;
2 à l’épaisse toison.
Étymologie: βαθύς, θρίξ.