μετακοσμέω: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετακοσμέω''': ἐκ νέου διευθετῶ [[μεταβάλλω]] διακόσμησίν τινα ἢ τάξιν, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 751· - Παθ., Ἀριστ. περὶ Ξενοφάν. 1. 4. | |lstext='''μετακοσμέω''': ἐκ νέου διευθετῶ [[μεταβάλλω]] διακόσμησίν τινα ἢ τάξιν, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 751· - Παθ., Ἀριστ. περὶ Ξενοφάν. 1. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />arranger <i>ou</i> orner autrement.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[κοσμέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
A rearrange: hence, modify, Epicur.Nat.67,102 G.:— more freq. in Pass., Hp.Fract.2, Meliss.7; πρὸς τὸ βέλτιον Gal.UP 15.1; to be changed in aspect, μετακοσμεῖται πρὸς τὸ φῶς ἡ πτέρωσις Luc.Dom.11. II metaph., μ. τινὰς ἐπὶ τὸ βέλτιον J.AJ1.8.1.
German (Pape)
[Seite 148] umordnen, anders ordnen, Arist. de Xenoph. 1, 4; μετακοσμήσας καὶ νεωτερίσας τὰ περὶ τοὺς ἀνθρώπους, Luc. Prom. 12; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μετακοσμέω: ἐκ νέου διευθετῶ μεταβάλλω διακόσμησίν τινα ἢ τάξιν, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 751· - Παθ., Ἀριστ. περὶ Ξενοφάν. 1. 4.