βαφικός: Difference between revisions
νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βᾰφικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς βαφήν, [[βοτάνη]] Λουκ. Ἀλεξ. 12· βίβλοι β., βιβλία πραγματευόμενα περὶ βαφῆς, Συνέσ.· ἡ βαφικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]) Πλούτ. 2. 228Β. | |lstext='''βᾰφικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς βαφήν, [[βοτάνη]] Λουκ. Ἀλεξ. 12· βίβλοι β., βιβλία πραγματευόμενα περὶ βαφῆς, Συνέσ.· ἡ βαφικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]) Πλούτ. 2. 228Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la teinture ; ἡ βαφική ([[τέχνη]]) l’art de teindre.<br />'''Étymologie:''' [[βάπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for dyeing, κόκκος Dsc.Eup.1.37; βοτάνη Luc.Alex.12: -κή (sc. τέχνη), ἡ, art of dyeing, Ph.1.353, Plu.2.228b, PRyl.98.2 (ii A. D.). II βίβλοι βαφικαί, in Alchemy, books on gilding and silvering, Ps.-Democr. ap. Syn.Alch.p.57 B.; καῦσις β. Zos.Alch.p.208B. III βαφικόν, τό, form of ἰνδικόν, Dsc.5.92.
German (Pape)
[Seite 440] zum Färben gehörig, βοτάνη Luc. Alex. 12; ἡ βαφική, die Färbekunst, Plut. Lac. apophth. p. 224.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰφικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς βαφήν, βοτάνη Λουκ. Ἀλεξ. 12· βίβλοι β., βιβλία πραγματευόμενα περὶ βαφῆς, Συνέσ.· ἡ βαφικὴ (ἐνν. τέχνη) Πλούτ. 2. 228Β.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne la teinture ; ἡ βαφική (τέχνη) l’art de teindre.
Étymologie: βάπτω.