ἀχείρωτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀχείρωτος''': -ον, ὁ μὴ χειρωθείς, μὴ ὑποταχθείς, Θουκ. 6. 10, Διόδ. 5. 15, ΙΙ. ἀχ. [[φύτευμα]], ἐπὶ τῆς ἐλαίας, Σοφ. Ο. Κ. 698· ὁ [[Πολυδ]]. Β,΄ 158 ἑρμηνεύει τὴν λὲξιν ἀχειρούργητον, «ἀχείρωτον δὲ Σοφοκλῆς εἴρηκε τὸ ἀχειρούργητον», ὅ ἐ. αὐτοφυές, μὴ φυτευθὲν ὑπὸ χειρὸς ἀνθρώπου.
|lstext='''ἀχείρωτος''': -ον, ὁ μὴ χειρωθείς, μὴ ὑποταχθείς, Θουκ. 6. 10, Διόδ. 5. 15, ΙΙ. ἀχ. [[φύτευμα]], ἐπὶ τῆς ἐλαίας, Σοφ. Ο. Κ. 698· ὁ [[Πολυδ]]. Β,΄ 158 ἑρμηνεύει τὴν λὲξιν ἀχειρούργητον, «ἀχείρωτον δὲ Σοφοκλῆς εἴρηκε τὸ ἀχειρούργητον», ὅ ἐ. αὐτοφυές, μὴ φυτευθὲν ὑπὸ χειρὸς ἀνθρώπου.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non conquis;<br /><b>2</b> non façonné <i>ou</i> planté par la main de l’homme.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[χειρόω]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχείρωτος Medium diacritics: ἀχείρωτος Low diacritics: αχείρωτος Capitals: ΑΧΕΙΡΩΤΟΣ
Transliteration A: acheírōtos Transliteration B: acheirōtos Transliteration C: acheirotos Beta Code: a)xei/rwtos

English (LSJ)

ον,

   A untamed, unconquered, Th.6.10, D.S.5.15.    II ἀ. φύτευμα, of the olive, not planted by man's hand, S.OC698 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 417] 1) unbezwungen, Thuc. 6, 10; D. Sic. 18, 24. – 2) nicht von Menschenhänden gepflanzt, φύτευμα Soph. O. C. 703; s. vor.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχείρωτος: -ον, ὁ μὴ χειρωθείς, μὴ ὑποταχθείς, Θουκ. 6. 10, Διόδ. 5. 15, ΙΙ. ἀχ. φύτευμα, ἐπὶ τῆς ἐλαίας, Σοφ. Ο. Κ. 698· ὁ Πολυδ. Β,΄ 158 ἑρμηνεύει τὴν λὲξιν ἀχειρούργητον, «ἀχείρωτον δὲ Σοφοκλῆς εἴρηκε τὸ ἀχειρούργητον», ὅ ἐ. αὐτοφυές, μὴ φυτευθὲν ὑπὸ χειρὸς ἀνθρώπου.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non conquis;
2 non façonné ou planté par la main de l’homme.
Étymologie: ἀ, χειρόω.