βλαστέω: Difference between revisions
From LSJ
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βλαστέω''': σπανιώτερος [[τύπος]] τοῦ [[βλαστάνω]], [[συχνάκις]] ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰσαγόμενος εἰς τὰ χειρόγραφα ἀντὶ τῶν τοῦ ἀορ. β τύπων βλάστῃ, βλαστών· ἀλλ΄ ἀπαντᾷ παρὰ συγγραφ. τοῦ μεταγενεστέρου Ἑλληνισμοῦ, ὡς ὁ Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 17· βλαστήσομαι Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 6· βλαστηθείς Φίλων 1. 667· τὰ δὲ βλαστοῦσι ἐν Αἰσχύλ. Χο. 589 καὶ βλαστουμένη ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 239 φαίνονται ἐφθαρμένα. | |lstext='''βλαστέω''': σπανιώτερος [[τύπος]] τοῦ [[βλαστάνω]], [[συχνάκις]] ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰσαγόμενος εἰς τὰ χειρόγραφα ἀντὶ τῶν τοῦ ἀορ. β τύπων βλάστῃ, βλαστών· ἀλλ΄ ἀπαντᾷ παρὰ συγγραφ. τοῦ μεταγενεστέρου Ἑλληνισμοῦ, ὡς ὁ Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 17· βλαστήσομαι Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 6· βλαστηθείς Φίλων 1. 667· τὰ δὲ βλαστοῦσι ἐν Αἰσχύλ. Χο. 589 καὶ βλαστουμένη ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 239 φαίνονται ἐφθαρμένα. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés. et impf.</i><br /><b>1</b> <i>intr.</i> germer, pousser, croître;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> faire germer, faire naître.<br />'''Étymologie:''' cf. [[βλαστάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 447] erzeugen, Aesch. Ch. 582 zw.; βλαστουμένη Soph. frg. Thyest. 6. Bei Sp. = βλαστάνω 1); βλάστεον Ap. Rh. 4, 1425. S. ἐβλάστησα.
Greek (Liddell-Scott)
βλαστέω: σπανιώτερος τύπος τοῦ βλαστάνω, συχνάκις ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰσαγόμενος εἰς τὰ χειρόγραφα ἀντὶ τῶν τοῦ ἀορ. β τύπων βλάστῃ, βλαστών· ἀλλ΄ ἀπαντᾷ παρὰ συγγραφ. τοῦ μεταγενεστέρου Ἑλληνισμοῦ, ὡς ὁ Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 2. 17· βλαστήσομαι Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 6· βλαστηθείς Φίλων 1. 667· τὰ δὲ βλαστοῦσι ἐν Αἰσχύλ. Χο. 589 καὶ βλαστουμένη ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 239 φαίνονται ἐφθαρμένα.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés. et impf.
1 intr. germer, pousser, croître;
2 tr. faire germer, faire naître.
Étymologie: cf. βλαστάνω.