γαυλικός: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt

Menander, Monostichoi, 360
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γαυλικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς γαῦλον· -χρήματα γ., αἱ πραγματεῖαι, τὸ [[φορτίον]], Ξεν. Ἀν. 5. 8, 1· διάφ. γραφ. γαυλιτικά.
|lstext='''γαυλικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ἁρμόδιος]] εἰς γαῦλον· -χρήματα γ., αἱ πραγματεῖαι, τὸ [[φορτίον]], Ξεν. Ἀν. 5. 8, 1· διάφ. γραφ. γαυλιτικά.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de vaisseau marchand (cargaison).<br />'''Étymologie:''' [[γαῦλος]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαυλικός Medium diacritics: γαυλικός Low diacritics: γαυλικός Capitals: ΓΑΥΛΙΚΟΣ
Transliteration A: gaulikós Transliteration B: gaulikos Transliteration C: gavlikos Beta Code: gauliko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a γαῦλος 11, χρήματα γ. its cargo, X.An.5.8.1 (v.l. γαυλιτικά).

German (Pape)

[Seite 476] zum Kauffahrteischiff gehörig, χρήματα, Schiffsladung, Xen. An. 5, 8, 1.

Greek (Liddell-Scott)

γαυλικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς γαῦλον· -χρήματα γ., αἱ πραγματεῖαι, τὸ φορτίον, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 1· διάφ. γραφ. γαυλιτικά.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de vaisseau marchand (cargaison).
Étymologie: γαῦλος.