γέλγις: Difference between revisions
Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γέλγις''': ἡ, γεν. γέλγῑθος, [[ὡσαύτως]] γέλγιος καὶ -ιδος, (ἐν χφοις [[συχνάκις]] μετ’ ἐσφαλμένου τονισμοῦ γελγίς, γελγίθος, κτλ., [[ἐναντίον]] τοῦ κανόνος τοῦ Ἀρκαδ. σ. 29)· πληθ. γέλγεις Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 1. 4, 5· ― ὅμοιον τῷ [[ἄγλις]], κεφαλὴ ἢ βολβὸς ἢ σκελὶς σκορόδου, Λατ. spica ἢ nucleus allii, πότιμοι γέλγῑθες Ἀνθ. II. 6. 232· πρβλ. Θεόκρ. 14. 17. | |lstext='''γέλγις''': ἡ, γεν. γέλγῑθος, [[ὡσαύτως]] γέλγιος καὶ -ιδος, (ἐν χφοις [[συχνάκις]] μετ’ ἐσφαλμένου τονισμοῦ γελγίς, γελγίθος, κτλ., [[ἐναντίον]] τοῦ κανόνος τοῦ Ἀρκαδ. σ. 29)· πληθ. γέλγεις Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 1. 4, 5· ― ὅμοιον τῷ [[ἄγλις]], κεφαλὴ ἢ βολβὸς ἢ σκελὶς σκορόδου, Λατ. spica ἢ nucleus allii, πότιμοι γέλγῑθες Ἀνθ. II. 6. 232· πρβλ. Θεόκρ. 14. 17. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιθος <i>ou</i> ιδος (ἡ) :<br />gousse d’ail.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. [[ἄγλις]], [[γαγγλίον]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[σκελλίς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ, gen. γέλγιθος, also γέλγιος and -ιδος (in codd. freq. with false accent γελγίς, γελγίθος, etc., but cf. Hdn.Gr.1.87): pl.
A γέλγεις Thphr.HP7.4.11, CP1.4.5:—head of garlic, and in pl., the cloves which compose it, ἡ γέλγις διαιρεῖται εἰς τὰς γέλγεις Id.HP7.4.12, cf. Hp.Nat.Mul.77; πότιμοι γέλγῑθες AP6.232 (Crin.).
Greek (Liddell-Scott)
γέλγις: ἡ, γεν. γέλγῑθος, ὡσαύτως γέλγιος καὶ -ιδος, (ἐν χφοις συχνάκις μετ’ ἐσφαλμένου τονισμοῦ γελγίς, γελγίθος, κτλ., ἐναντίον τοῦ κανόνος τοῦ Ἀρκαδ. σ. 29)· πληθ. γέλγεις Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 1. 4, 5· ― ὅμοιον τῷ ἄγλις, κεφαλὴ ἢ βολβὸς ἢ σκελὶς σκορόδου, Λατ. spica ἢ nucleus allii, πότιμοι γέλγῑθες Ἀνθ. II. 6. 232· πρβλ. Θεόκρ. 14. 17.
French (Bailly abrégé)
ιθος ou ιδος (ἡ) :
gousse d’ail.
Étymologie: DELG cf. ἄγλις, γαγγλίον.
Syn. σκελλίς.