γλισχρότης: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''γλισχρότης''': -ητος, ἡ, [[ἰδιότης]] τοῦ γλίσχρου· ἡ κολλητικότης, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 11, 2, κτλ. ΙΙ. μεταφ., [[φειδωλία]], [[μικρολογία]], [[μικροπρέπεια]], ὁ αὐτ. Πολ. 7. 5, 2. 2) ἐπὶ φιλονικιῶν ἢ συζητήσεων, μηδαμινότης, [[ἀθλιότης]], Πλούτ. 2. 125Ε· πρβλ. τὸ προηγ.
|lstext='''γλισχρότης''': -ητος, ἡ, [[ἰδιότης]] τοῦ γλίσχρου· ἡ κολλητικότης, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 11, 2, κτλ. ΙΙ. μεταφ., [[φειδωλία]], [[μικρολογία]], [[μικροπρέπεια]], ὁ αὐτ. Πολ. 7. 5, 2. 2) ἐπὶ φιλονικιῶν ἢ συζητήσεων, μηδαμινότης, [[ἀθλιότης]], Πλούτ. 2. 125Ε· πρβλ. τὸ προηγ.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />subtilité, esprit de chicane.<br />'''Étymologie:''' [[γλίσχρος]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλισχρότης Medium diacritics: γλισχρότης Low diacritics: γλισχρότης Capitals: ΓΛΙΣΧΡΟΤΗΣ
Transliteration A: glischrótēs Transliteration B: glischrotēs Transliteration C: glischrotis Beta Code: glisxro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A stickiness, Arist.HA517b28, Thphr.CP1.6.4, etc.; slipperiness, Plb.26.1.14, Luc.Anach.29.    II metaph., parsimony, stinginess, opp. τρυφή, Arist.Pol.1326b38; meanness, Plu. Them.5, 2.125e.    2 γ. ὀνομάτων the 'birdlime' of verbiage (as clogging the intelligence), Ph.1.146.

Greek (Liddell-Scott)

γλισχρότης: -ητος, ἡ, ἰδιότης τοῦ γλίσχρου· ἡ κολλητικότης, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 11, 2, κτλ. ΙΙ. μεταφ., φειδωλία, μικρολογία, μικροπρέπεια, ὁ αὐτ. Πολ. 7. 5, 2. 2) ἐπὶ φιλονικιῶν ἢ συζητήσεων, μηδαμινότης, ἀθλιότης, Πλούτ. 2. 125Ε· πρβλ. τὸ προηγ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
subtilité, esprit de chicane.
Étymologie: γλίσχρος.