γηροτρόφος: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(6_15)
 
(Bailly1_1)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''γηροτρόφος''': -ον, ([[τρέφω]]) = [[γηροβοσκός]], Εὐρ. Ἀλκ. 668· γηρ. ἐλπὶς Πίνδ. Ἀποσπ. 233, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2240.
|lstext='''γηροτρόφος''': -ον, ([[τρέφω]]) = [[γηροβοσκός]], Εὐρ. Ἀλκ. 668· γηρ. ἐλπὶς Πίνδ. Ἀποσπ. 233, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2240.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[γηροβοσκός]].<br />'''Étymologie:''' [[γῆρας]], [[τρέφω]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

γηροτρόφος: -ον, (τρέφω) = γηροβοσκός, Εὐρ. Ἀλκ. 668· γηρ. ἐλπὶς Πίνδ. Ἀποσπ. 233, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2240.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. γηροβοσκός.
Étymologie: γῆρας, τρέφω.