δήμευσις: Difference between revisions
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δήμευσις''': -εως, ἡ, ἡ εἰς τὸ δημόσιον μεταβίβασις τῆς περιουσίας τινός, Λατ. publicatio bonorum, χρημάτων δημεύσεις Πλάτ. Πρωτ. 325C, πρβλ. Δημ. 215. 24, Ἀριστ. Πολ. 4. 14, 3· δημεύσει τῶν ὑπαρχόντων ζημιοῦν Δημ. 528. 7· τῆς οὐσίας Συλλ. Ἐπιγρ. 2691d. | |lstext='''δήμευσις''': -εως, ἡ, ἡ εἰς τὸ δημόσιον μεταβίβασις τῆς περιουσίας τινός, Λατ. publicatio bonorum, χρημάτων δημεύσεις Πλάτ. Πρωτ. 325C, πρβλ. Δημ. 215. 24, Ἀριστ. Πολ. 4. 14, 3· δημεύσει τῶν ὑπαρχόντων ζημιοῦν Δημ. 528. 7· τῆς οὐσίας Συλλ. Ἐπιγρ. 2691d. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />confiscation.<br />'''Étymologie:''' [[δημεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A confiscation of property, θάνατον ἢ φυγὴν ἢ δ. χρημάτων IG12.101.7, cf. Pl.Prt.325c (pl.), D.17.15; δ. alone, Arist. Pol.1298a6; δημεύσει τῶν ὑπαρχόντων ζημιοῦν D.21.43; τῆς οὐσίης SIG167.26 (Mylasa, iv B. C.).
German (Pape)
[Seite 561] ἡ, die mit der Achtserklärung verbundene Einziehung des Vermögens; χρημάτων, Plat. Prot. 325 c; Dem. 17, 15; vgl. Arist. pol. 4, 11. 6, 3; auch Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δήμευσις: -εως, ἡ, ἡ εἰς τὸ δημόσιον μεταβίβασις τῆς περιουσίας τινός, Λατ. publicatio bonorum, χρημάτων δημεύσεις Πλάτ. Πρωτ. 325C, πρβλ. Δημ. 215. 24, Ἀριστ. Πολ. 4. 14, 3· δημεύσει τῶν ὑπαρχόντων ζημιοῦν Δημ. 528. 7· τῆς οὐσίας Συλλ. Ἐπιγρ. 2691d.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
confiscation.
Étymologie: δημεύω.