3,252,132
edits
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διάδῠσις''': -εως, ἡ, ἡ διὰ μέσου διάβασις, [[δίοδος]], Τίμ. Λοκρ. 100Ε, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 50· -μεταφ. κατὰ πληθ., ὑπεκφυγαί, τινος, ἀπό τινος πράγματος, Δημ. 744. 5. ΙΙ. κατὰ πληθ., [[δίοδος]], [[διάδρομος]], [[ὑπόγειος]], ὡς ἐν μεταλλείοις, κτλ., Διόδ. 5. 36. | |lstext='''διάδῠσις''': -εως, ἡ, ἡ διὰ μέσου διάβασις, [[δίοδος]], Τίμ. Λοκρ. 100Ε, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 50· -μεταφ. κατὰ πληθ., ὑπεκφυγαί, τινος, ἀπό τινος πράγματος, Δημ. 744. 5. ΙΙ. κατὰ πληθ., [[δίοδος]], [[διάδρομος]], [[ὑπόγειος]], ὡς ἐν μεταλλείοις, κτλ., Διόδ. 5. 36. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’échapper ; [[αἱ]] διαδύσεις <i>fig.</i> moyens d’échapper à, faux-fuyants, subterfuges ; <i>au sg.</i> échappatoire (en justice).<br />'''Étymologie:''' [[διαδύω]]. | |||
}} | }} |