διαψηφίζομαι: Difference between revisions
From LSJ
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαψηφίζομαι''': μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι, ἀποθ.· -ψηφοφορῶ κατὰ σειρὰν διὰ [[ψήφων]] (ψῆφοι, calculi), δίδω τὴν ψῆφόν μου, Ἀντιφῶν 130. 13, Ὑπερείδ. Εὐξεν. 49, κτλ.· δ. [[περί]] τινος Πλάτ. Νόμ. 937A· δ. [[κρύβδην]], [[κρύφα]] Ἀνδοκ. 29. 16, Θουκ. 4. 88· πρβλ. [[διαψηφιστός]]. ΙΙ. ἀποφασίζω διὰ ψήφου, τι Λυσ. 175. 10· [[ταύτῃ]] διαψηφίσασθε Δημ. 842, ἐν τέλ. | |lstext='''διαψηφίζομαι''': μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι, ἀποθ.· -ψηφοφορῶ κατὰ σειρὰν διὰ [[ψήφων]] (ψῆφοι, calculi), δίδω τὴν ψῆφόν μου, Ἀντιφῶν 130. 13, Ὑπερείδ. Εὐξεν. 49, κτλ.· δ. [[περί]] τινος Πλάτ. Νόμ. 937A· δ. [[κρύβδην]], [[κρύφα]] Ἀνδοκ. 29. 16, Θουκ. 4. 88· πρβλ. [[διαψηφιστός]]. ΙΙ. ἀποφασίζω διὰ ψήφου, τι Λυσ. 175. 10· [[ταύτῃ]] διαψηφίσασθε Δημ. 842, ἐν τέλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> διαψηφίσομαι, <i>att.</i> διαψηφιοῦμαι;<br />apporter chacun son suffrage, voter en ordre.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ψηφίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 614] med., der Reihe nach durch-, abstimmen; Antipho 5, 8; Andoc. 4, 3; Lys. 26, 1, u. sonst bei Rednern; von Heliasten, Dem. 24, 151; περί τινος, Plat. Legg. XI, 937 a; auch ταῦτα, Lys. 26, 1.
Greek (Liddell-Scott)
διαψηφίζομαι: μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι, ἀποθ.· -ψηφοφορῶ κατὰ σειρὰν διὰ ψήφων (ψῆφοι, calculi), δίδω τὴν ψῆφόν μου, Ἀντιφῶν 130. 13, Ὑπερείδ. Εὐξεν. 49, κτλ.· δ. περί τινος Πλάτ. Νόμ. 937A· δ. κρύβδην, κρύφα Ἀνδοκ. 29. 16, Θουκ. 4. 88· πρβλ. διαψηφιστός. ΙΙ. ἀποφασίζω διὰ ψήφου, τι Λυσ. 175. 10· ταύτῃ διαψηφίσασθε Δημ. 842, ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
f. διαψηφίσομαι, att. διαψηφιοῦμαι;
apporter chacun son suffrage, voter en ordre.
Étymologie: διά, ψηφίζω.