νευστικός: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νευστικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ κολυμβᾷ, ζῷα Πλάτ. Σοφ. 220Α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 19, κ. ἀλλ.· τὰ νευστικὰ [[αὐτόθι]] 1. 5, 7, κ. ἀλλ.· ν. [[μέρος]], τὰ νηχόμενα ζῷα, Πλάτ. Πολιτ. 221Ε. | |lstext='''νευστικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ κολυμβᾷ, ζῷα Πλάτ. Σοφ. 220Α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 19, κ. ἀλλ.· τὰ νευστικὰ [[αὐτόθι]] 1. 5, 7, κ. ἀλλ.· ν. [[μέρος]], τὰ νηχόμενα ζῷα, Πλάτ. Πολιτ. 221Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ή, όν :<br />apte à nager.<br />'''Étymologie:''' [[νέω]]².<br /><span class="bld">2</span>ή, όν :<br />qui se penche.<br />'''Étymologie:''' [[νεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
(A), ή, όν, (νέω A)
A able to swim, ζῷον Pl.Sph.220a; ν. μέρος animal family that swims, ib.221e; νευστικὸν μόνον ἰχθύς Arist.HA487b22; τὰ νευστικά ib.489b23.
νευστ-ικός (B), ή, όν, (νεύω)
A inclining, declining, τὸ περὶ τὴν γῆν ν. Ph.2.513.
Greek (Liddell-Scott)
νευστικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ κολυμβᾷ, ζῷα Πλάτ. Σοφ. 220Α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 19, κ. ἀλλ.· τὰ νευστικὰ αὐτόθι 1. 5, 7, κ. ἀλλ.· ν. μέρος, τὰ νηχόμενα ζῷα, Πλάτ. Πολιτ. 221Ε.
French (Bailly abrégé)
1ή, όν :
apte à nager.
Étymologie: νέω².
2ή, όν :
qui se penche.
Étymologie: νεύω.