διαπραγματεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαπραγμᾰτεύομαι''': ἀποθ., συζητῶ ἢ [[ἐξετάζω]] ἐπιμελῶς ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους τοῦτον τὸν λόγον Πλάτ. Φαίδωνι 77D· τὴν αἰτίαν [[αὐτόθι]] 95Ε. ΙΙ. ἐπιχειρῶ νὰ ἐκτελέσω, τι Διον. Ἁλ. 3. 72. ΙΙΙ. [[κερδαίνω]] ἐμπορευόμενος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιθ΄, 15. | |lstext='''διαπραγμᾰτεύομαι''': ἀποθ., συζητῶ ἢ [[ἐξετάζω]] ἐπιμελῶς ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους τοῦτον τὸν λόγον Πλάτ. Φαίδωνι 77D· τὴν αἰτίαν [[αὐτόθι]] 95Ε. ΙΙ. ἐπιχειρῶ νὰ ἐκτελέσω, τι Διον. Ἁλ. 3. 72. ΙΙΙ. [[κερδαίνω]] ἐμπορευόμενος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιθ΄, 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=examiner à fond, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πραγματεύομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
A discuss or examine thoroughly, τοῦτον τὸν λόγον Pl.Phd.77d; τὴν αἰτίαν ib.95e. II gain by trading, Ev.Luc. 19.15. III accomplish, τι πρὸς τοὺς θεούς Iamb.Myst.5.16.
German (Pape)
[Seite 597] 1) genau durchforschen, untersuchen, Plat. Phaed. 77 d 95 e. – 2) unternehmen, Dion. Hal. 3, 72.
Greek (Liddell-Scott)
διαπραγμᾰτεύομαι: ἀποθ., συζητῶ ἢ ἐξετάζω ἐπιμελῶς ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους τοῦτον τὸν λόγον Πλάτ. Φαίδωνι 77D· τὴν αἰτίαν αὐτόθι 95Ε. ΙΙ. ἐπιχειρῶ νὰ ἐκτελέσω, τι Διον. Ἁλ. 3. 72. ΙΙΙ. κερδαίνω ἐμπορευόμενος, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιθ΄, 15.
French (Bailly abrégé)
examiner à fond, acc..
Étymologie: διά, πραγματεύομαι.