διατιμάω: Difference between revisions
ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διατῑμάω''': [[παύω]] ἀπὸ τοῦ νὰ τιμῶ, δὲν τιμῶ πλέον, (πρβλ. [[διαπολεμέω]]), τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς Αἰσχύλ. Θήβ. 1047· [[οὕτως]] ὁ Σχολ. φαίνεται ὅτι εἶχεν ἀναγνώσει· ἴδε Paley ἐν τόπῳ, καὶ Δινδ. Λεξ. Αἰσχύλ. 2) Μέσ., ἐκτιμῶ, [[ὁρίζω]] τὴν τιμήν, τὴν οὐσίαν Διόδ. 4. 21· τὸ [[ἀδίκημα]] ὁ αὐτ. 16. 29· τὴν χώραν Ἰώσηπ. Ἰ. Α. 13. 9, 2, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2266. 8. | |lstext='''διατῑμάω''': [[παύω]] ἀπὸ τοῦ νὰ τιμῶ, δὲν τιμῶ πλέον, (πρβλ. [[διαπολεμέω]]), τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς Αἰσχύλ. Θήβ. 1047· [[οὕτως]] ὁ Σχολ. φαίνεται ὅτι εἶχεν ἀναγνώσει· ἴδε Paley ἐν τόπῳ, καὶ Δινδ. Λεξ. Αἰσχύλ. 2) Μέσ., ἐκτιμῶ, [[ὁρίζω]] τὴν τιμήν, τὴν οὐσίαν Διόδ. 4. 21· τὸ [[ἀδίκημα]] ὁ αὐτ. 16. 29· τὴν χώραν Ἰώσηπ. Ἰ. Α. 13. 9, 2, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2266. 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>pf. Pass. 3ᵉ sg.</i> διατετίμηται;<br />cesser d’honorer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[τιμάω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
A finish honouring, honour no longer, τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς A.Th.1052 Sch. (τοῦδ' οὐ codd.). 2 Med., get a thing estimated or valued, τὴν οὐσίαν D.S.4.21; τὸ ἀδίκημα ταλάντων πεντακοσίων Id.16.29; τὴν χώραν J.AJ13.9.2, cf. CIG2266.8 (Delos), SIG679.60 (ii B. C.):—also in Act., PRev.Laws26.10, Sm. Le.27.14.
German (Pape)
[Seite 607] verstärktes τιμάω, Aesch. Spt. 1047. – Med., abschätzen, οὐσίαν D. Sic. 4, 21; ἀδίκημα ταλάντων πεντακοσίων 16, 29.
Greek (Liddell-Scott)
διατῑμάω: παύω ἀπὸ τοῦ νὰ τιμῶ, δὲν τιμῶ πλέον, (πρβλ. διαπολεμέω), τὰ τοῦδε διατετίμηται θεοῖς Αἰσχύλ. Θήβ. 1047· οὕτως ὁ Σχολ. φαίνεται ὅτι εἶχεν ἀναγνώσει· ἴδε Paley ἐν τόπῳ, καὶ Δινδ. Λεξ. Αἰσχύλ. 2) Μέσ., ἐκτιμῶ, ὁρίζω τὴν τιμήν, τὴν οὐσίαν Διόδ. 4. 21· τὸ ἀδίκημα ὁ αὐτ. 16. 29· τὴν χώραν Ἰώσηπ. Ἰ. Α. 13. 9, 2, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2266. 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pf. Pass. 3ᵉ sg. διατετίμηται;
cesser d’honorer.
Étymologie: διά, τιμάω.