δίχολος: Difference between revisions
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
(6_17) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δίχολος''': -ον, ὁ διπλῆν ἔχων χολήν, πρόβατα ἄχολα ἐν τῷ Πόντῳ φασίν, ἐν δὲ τῇ Νάξῳ τῇ νήσῳ καὶ δίχολα Αἰλ. π. Ζ. 11. 29. ΙΙ. δ. γνῶμαι = διάφοροι, Ἀχαιὸς παρ’ Ἡσυχ. ὅ ἴδε. | |lstext='''δίχολος''': -ον, ὁ διπλῆν ἔχων χολήν, πρόβατα ἄχολα ἐν τῷ Πόντῳ φασίν, ἐν δὲ τῇ Νάξῳ τῇ νήσῳ καὶ δίχολα Αἰλ. π. Ζ. 11. 29. ΙΙ. δ. γνῶμαι = διάφοροι, Ἀχαιὸς παρ’ Ἡσυχ. ὅ ἴδε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui a deux vésicules de fiel.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[χολή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A with double gall, Ael.NA11.29. II at variance, πόλις cj. in Alc.37 A; δ. γνῶμαι, = διάφοροι, Achae.39.
German (Pape)
[Seite 646] mit zwei Gallen, Ael. H. A. 11, 29; übertr., sehr bitter, feindselig; γνῶμαι, Achaeus bei Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
δίχολος: -ον, ὁ διπλῆν ἔχων χολήν, πρόβατα ἄχολα ἐν τῷ Πόντῳ φασίν, ἐν δὲ τῇ Νάξῳ τῇ νήσῳ καὶ δίχολα Αἰλ. π. Ζ. 11. 29. ΙΙ. δ. γνῶμαι = διάφοροι, Ἀχαιὸς παρ’ Ἡσυχ. ὅ ἴδε.