διπλασιάζω: Difference between revisions
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διπλᾰσιάζω''': μέλλ. -άσω, ποιῶ τι διπλάσιον, Λυσ. 211, Πλάτ. Νόμ. 920Α. - Παθ., Ξεν. Ἀγησ. 5, 1· πρβλ. [[διπλάζω]]. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι [[διπλάσιος]] τὸν ὄγκον ἢ τὸ [[μέγεθος]], τινὸς Διόδ. 4. 84. | |lstext='''διπλᾰσιάζω''': μέλλ. -άσω, ποιῶ τι διπλάσιον, Λυσ. 211, Πλάτ. Νόμ. 920Α. - Παθ., Ξεν. Ἀγησ. 5, 1· πρβλ. [[διπλάζω]]. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι [[διπλάσιος]] τὸν ὄγκον ἢ τὸ [[μέγεθος]], τινὸς Διόδ. 4. 84. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> διπλασιάσω;<br /><b>1</b> doubler, acc.;<br /><b>2</b> rapporter le double;<br /><b>3</b> <i>t. de gramm.</i> redoubler.<br />'''Étymologie:''' [[διπλάσιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
A double, Pl.Lg.920a, Hierocl. in CA20p.465M., etc.: —Pass., Prodic.7, X.Ages.5.1, Ph.2.534; δ. λέγεται διχῶς· ἢ γὰρ τόπον . . μένοντος τοῦ πλήθους τῶν ἀνδρῶν, ἢ τὸν ἀριθμόν Ascl.Tact.10.17; so δ. τὸ βάθος Plb.18.24.8. 2 Gramm., reduplicate, A.D. Pron.62.23, al.:—Pass., Id.Synt.237.23. b double a consonant, Hdn.Gr.2.932, etc. 3 repeat a metrical phrase, in Pass., Aristid. Quint.1.24. II intr., to be twice the size of, τινός D.S.4.84; to be doubled in value, Lys.32.25.
Greek (Liddell-Scott)
διπλᾰσιάζω: μέλλ. -άσω, ποιῶ τι διπλάσιον, Λυσ. 211, Πλάτ. Νόμ. 920Α. - Παθ., Ξεν. Ἀγησ. 5, 1· πρβλ. διπλάζω. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι διπλάσιος τὸν ὄγκον ἢ τὸ μέγεθος, τινὸς Διόδ. 4. 84.
French (Bailly abrégé)
f. διπλασιάσω;
1 doubler, acc.;
2 rapporter le double;
3 t. de gramm. redoubler.
Étymologie: διπλάσιος.