δοξομανής: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δοξομᾰνής''': -ές, ὁ ἐμμανὴς διὰ δόξαν, [[φιλόδοξος]] εἰς [[ἄκρον]], Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 464D· -[[ἐντεῦθεν]] δοξομᾰνέω, εἶμαι ἐμμανὴς διὰ δόξαν, φήμην, Φίλων 1. 550· δοξομᾰνία, ἡ, [[ἀπεριόριστος]] ἐπιθυμία δόξης, Πλούτ. Σύλλ. 7.
|lstext='''δοξομᾰνής''': -ές, ὁ ἐμμανὴς διὰ δόξαν, [[φιλόδοξος]] εἰς [[ἄκρον]], Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 464D· -[[ἐντεῦθεν]] δοξομᾰνέω, εἶμαι ἐμμανὴς διὰ δόξαν, φήμην, Φίλων 1. 550· δοξομᾰνία, ἡ, [[ἀπεριόριστος]] ἐπιθυμία δόξης, Πλούτ. Σύλλ. 7.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />follement épris de gloire.<br />'''Étymologie:''' [[δόξα]], [[μαίνομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοξομᾰνής Medium diacritics: δοξομανής Low diacritics: δοξομανής Capitals: ΔΟΞΟΜΑΝΗΣ
Transliteration A: doxomanḗs Transliteration B: doxomanēs Transliteration C: doksomanis Beta Code: docomanh/s

English (LSJ)

ές,

   A mad after fame, Chrysipp.Stoic.3.167, Ph. 1.564, Iamb.VP12.58.

German (Pape)

[Seite 657] ές, rasend ehrgeizig, selten = φιλόδοξος, nach Ath. XI. 464 d; Iambl

Greek (Liddell-Scott)

δοξομᾰνής: -ές, ὁ ἐμμανὴς διὰ δόξαν, φιλόδοξος εἰς ἄκρον, Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 464D· -ἐντεῦθεν δοξομᾰνέω, εἶμαι ἐμμανὴς διὰ δόξαν, φήμην, Φίλων 1. 550· δοξομᾰνία, ἡ, ἀπεριόριστος ἐπιθυμία δόξης, Πλούτ. Σύλλ. 7.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
follement épris de gloire.
Étymologie: δόξα, μαίνομαι.