δραπετικός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δραπετικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς δραπέτην, δρ. [[θρίαμβος]], [[θρίαμβος]] ἀπὸ δραπετῶν δούλων, Πλούτ. Πομπ. 31· δρ. σώματα Ἐπιγρ. [[Κρήτ]]. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 102.
|lstext='''δραπετικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς δραπέτην, δρ. [[θρίαμβος]], [[θρίαμβος]] ἀπὸ δραπετῶν δούλων, Πλούτ. Πομπ. 31· δρ. σώματα Ἐπιγρ. [[Κρήτ]]. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 102.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne les esclaves fugitifs.<br />'''Étymologie:''' [[δραπέτης]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρᾱπετικός Medium diacritics: δραπετικός Low diacritics: δραπετικός Capitals: ΔΡΑΠΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: drapetikós Transliteration B: drapetikos Transliteration C: drapetikos Beta Code: drapetiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a δραπέτης, δ. θρίαμβος a triumph over runaway slaves, Plu.Pomp.31; δ. σώματα CIG2554.102 (Crete); δραπετικοί, οἱ, IG5(1).1390.83 (Andania); of a slave, likely to run away, BGU887.5 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 665] den Flüchtling, den entlaufenen Sklaven betreffend; θρίαμβος, ein Triumph über solche, Plut. Pomp. 31.

Greek (Liddell-Scott)

δραπετικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς δραπέτην, δρ. θρίαμβος, θρίαμβος ἀπὸ δραπετῶν δούλων, Πλούτ. Πομπ. 31· δρ. σώματα Ἐπιγρ. Κρήτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 102.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les esclaves fugitifs.
Étymologie: δραπέτης.