δύσμικτος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσμικτος''': -ον, δυσκόλως μιγνυόμενος, μὴ ἔχων συγγένειάν τινα, Πλάτ. Τιμ. 35Α, κτλ. ΙΙ. [[ἀκοινώνητος]]· ἐπίρρ., δυσμίκτως ἔχειν Πλούτ. 2, 640D.
|lstext='''δύσμικτος''': -ον, δυσκόλως μιγνυόμενος, μὴ ἔχων συγγένειάν τινα, Πλάτ. Τιμ. 35Α, κτλ. ΙΙ. [[ἀκοινώνητος]]· ἐπίρρ., δυσμίκτως ἔχειν Πλούτ. 2, 640D.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne se mêle pas <i>ou</i> ne s’unit pas facilement.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[μίγνυμι]].
}}
}}