διαλείβομαι: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαλείβομαι''': παθ., ῥέω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Πλούτ. 2. 136Β Wyttenb.
|lstext='''διαλείβομαι''': παθ., ῥέω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Πλούτ. 2. 136Β Wyttenb.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. part. prés.</i><br />couler dans des directions différentes.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[λείβω]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 586] zerfließen, Wyttenb. Conj. Plut. san. tuend. p. 406.

Greek (Liddell-Scott)

διαλείβομαι: παθ., ῥέω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Πλούτ. 2. 136Β Wyttenb.

French (Bailly abrégé)

seul. part. prés.
couler dans des directions différentes.
Étymologie: διά, λείβω.