ἐγχέζω: Difference between revisions
From LSJ
Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit
(6_13a) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγχέζω''': μέλλ. -χέσω ἢ -χεσοῦμαι: πρκμ. [[ἐγκέχοδα]]: - Λατ. incacare, [[χέζω]] ἐν..., ἀποπατῶ διὰ φόβον, [[οὗτος]], τί δέδρακας; [[ἐγκέχοδα]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 479· μετ’ αἰτ., φοβοῦμαι τινά, κἀγκεχόδασίν μ’ οἱ πλουτοῦντες, «μὲ τρέμουν οἱ πλούσιοι», «τὰ κάμνουν [[ἐπάνω]] τους ἀπὸ τὸν πρὸς ἐμὲ φόβον», ὁ αὐτ. Σοφ. 627. | |lstext='''ἐγχέζω''': μέλλ. -χέσω ἢ -χεσοῦμαι: πρκμ. [[ἐγκέχοδα]]: - Λατ. incacare, [[χέζω]] ἐν..., ἀποπατῶ διὰ φόβον, [[οὗτος]], τί δέδρακας; [[ἐγκέχοδα]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 479· μετ’ αἰτ., φοβοῦμαι τινά, κἀγκεχόδασίν μ’ οἱ πλουτοῦντες, «μὲ τρέμουν οἱ πλούσιοι», «τὰ κάμνουν [[ἐπάνω]] τους ἀπὸ τὸν πρὸς ἐμὲ φόβον», ὁ αὐτ. Σοφ. 627. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=conchier, embrener.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[χέζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
fut. -χέσω or -χεσοῦμαι: pf. ἐγκέχοδα, = Lat.
A incacare, Ar.Ra.479: c. acc., to be in a horrid fright at one, Id.V.627.
German (Pape)
[Seite 712] (s. χέζω), drein scheißen, Ar. Ran. 479; τινά, aus Furcht vor Einem, Vesp. 627.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχέζω: μέλλ. -χέσω ἢ -χεσοῦμαι: πρκμ. ἐγκέχοδα: - Λατ. incacare, χέζω ἐν..., ἀποπατῶ διὰ φόβον, οὗτος, τί δέδρακας; ἐγκέχοδα Ἀριστοφ. Βάτρ. 479· μετ’ αἰτ., φοβοῦμαι τινά, κἀγκεχόδασίν μ’ οἱ πλουτοῦντες, «μὲ τρέμουν οἱ πλούσιοι», «τὰ κάμνουν ἐπάνω τους ἀπὸ τὸν πρὸς ἐμὲ φόβον», ὁ αὐτ. Σοφ. 627.