δυσπραγμάτευτος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσπραγμάτευτος''': -ον, δυσκολομεταχείριστος, [[δυσοικονόμητος]], [[δύσχρηστος]], Πλούτ. 2. 348Ε.
|lstext='''δυσπραγμάτευτος''': -ον, δυσκολομεταχείριστος, [[δυσοικονόμητος]], [[δύσχρηστος]], Πλούτ. 2. 348Ε.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />difficile à manier.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[πραγματεύομαι]].
}}
}}