ἐδώδιμος: Difference between revisions
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(6_17) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐδώδιμος''': -ον, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 10., 6. 12, 12, η, ον, Ἡρόδ. 2. 92: -[[ἐδώδιμος]], φαγώσιμος, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 3. 108, κτλ.· τὰ ἐδώδιμα, ζωοτροφίαι, τρφαί, ὁ αὐτ. 7. 39, κτλ. | |lstext='''ἐδώδιμος''': -ον, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 10., 6. 12, 12, η, ον, Ἡρόδ. 2. 92: -[[ἐδώδιμος]], φαγώσιμος, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 3. 108, κτλ.· τὰ ἐδώδιμα, ζωοτροφίαι, τρφαί, ὁ αὐτ. 7. 39, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />mangeable, bon à manger, comestible ; τὰ ἐδώδιμα THC provisions de bouche.<br />'''Étymologie:''' [[ἐδωδή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, Thphr.CP6.11.10, 6.12.12; η, ον Hdt.2.92:—
A eatable, Hdt. l.c., 3.108, etc.; ἐδώδιμα eatables, provisions, Th.7.39, Arist.Rh.1373a30, Porph.Abst.1.12, etc. II prepared for eating, cooked, Orib.15.1.8.
German (Pape)
[Seite 717] ον, auch 3 Endgn, Her. 2, 92, zu essen, genießbar, 3, 108 Thuc. 7, 39 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἐδώδιμος: -ον, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11, 10., 6. 12, 12, η, ον, Ἡρόδ. 2. 92: -ἐδώδιμος, φαγώσιμος, Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 3. 108, κτλ.· τὰ ἐδώδιμα, ζωοτροφίαι, τρφαί, ὁ αὐτ. 7. 39, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
mangeable, bon à manger, comestible ; τὰ ἐδώδιμα THC provisions de bouche.
Étymologie: ἐδωδή.