εἶδαρ: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ἄνθρωπος φύσει πολιτικὸν ζῷον → man is by nature a political animal

Source
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἶδαρ''': -ατος, τό: (ἔδω, ὡς εἰ ἦν ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ ἔδαρ): - Ἐπ. λέξ., [[τροφή]], παρὰ δ’ ἀμβρόσιον βάλεν [[εἶδαρ]], ἐπὶ τῶν ἵππων τῶν θεῶν, Ἰλ. Ε. 369., Ν. 35· εἴδατα πόλλ’ ἐπιθεῖσα, ἐπὶ τῆς τραπέζης, Ὀδ. Α. 140., Δ. 56, κτλ.· ἄνθινον [[εἶδαρ]], τῶν λωτοφάγων, Ὀδ. Ι. 84· μελίσσης ἄνθιμον [[εἶδαρ]], [[μελίκηρον]], «κηρήθρα», Ὀρφ. Λ. 729, πρβλ. Θεόκρ. 15. 115.
|lstext='''εἶδαρ''': -ατος, τό: (ἔδω, ὡς εἰ ἦν ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ ἔδαρ): - Ἐπ. λέξ., [[τροφή]], παρὰ δ’ ἀμβρόσιον βάλεν [[εἶδαρ]], ἐπὶ τῶν ἵππων τῶν θεῶν, Ἰλ. Ε. 369., Ν. 35· εἴδατα πόλλ’ ἐπιθεῖσα, ἐπὶ τῆς τραπέζης, Ὀδ. Α. 140., Δ. 56, κτλ.· ἄνθινον [[εἶδαρ]], τῶν λωτοφάγων, Ὀδ. Ι. 84· μελίσσης ἄνθιμον [[εἶδαρ]], [[μελίκηρον]], «κηρήθρα», Ὀρφ. Λ. 729, πρβλ. Θεόκρ. 15. 115.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />nourriture.<br />'''Étymologie:''' [[ἔδω]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἶδαρ Medium diacritics: εἶδαρ Low diacritics: είδαρ Capitals: ΕΙΔΑΡ
Transliteration A: eîdar Transliteration B: eidar Transliteration C: eidar Beta Code: ei)=dar

English (LSJ)

ατος, τό, Ep. word,

   A food, παρὰ δ' ἀμβρόσιον βάλεν εἶ., of the horses of the gods, Il.5.369, 13.35; εἴδατα πόλλ' ἐπιθεῖσα, on the table, Od.1.140, 4.56, etc.; ἄνθινον εἶ., of the Lotophagi, 9.84; μελίσσης ἄνθιμον εἶ., of honey-cakes, Orph.L.735, cf. Theoc.15.115. (ἔδϝαρ, cf. ἔδαρ, ἔδω.)

German (Pape)

[Seite 723] ατος, τό (ἔδω), das Essen, die Speise; εἴδατα πόλλ' ἐπιθεῖσα, Hom.; ἄνθινον εἶδαρ ἔδουσιν Od. 9, 84; sp. D., wie Theocr. 15, 115; Futter für die Thiere, Il. 5, 389; Lockspeise, Köder für die Fische, Od. 12, 252, wie Apollnds. 23 (VII, 702).

Greek (Liddell-Scott)

εἶδαρ: -ατος, τό: (ἔδω, ὡς εἰ ἦν ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἔδαρ): - Ἐπ. λέξ., τροφή, παρὰ δ’ ἀμβρόσιον βάλεν εἶδαρ, ἐπὶ τῶν ἵππων τῶν θεῶν, Ἰλ. Ε. 369., Ν. 35· εἴδατα πόλλ’ ἐπιθεῖσα, ἐπὶ τῆς τραπέζης, Ὀδ. Α. 140., Δ. 56, κτλ.· ἄνθινον εἶδαρ, τῶν λωτοφάγων, Ὀδ. Ι. 84· μελίσσης ἄνθιμον εἶδαρ, μελίκηρον, «κηρήθρα», Ὀρφ. Λ. 729, πρβλ. Θεόκρ. 15. 115.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
nourriture.
Étymologie: ἔδω.